Γεν. 1,24 Καὶ εἶπεν ὁ
Θεός· ἐξαγαγέτω ἡ γῆ ψυχὴν ζῶσαν κατὰ
γένος, τετράποδα καὶ ἑρπετὰ καὶ θηρία τῆς γῆς
κατὰ γένος. καὶ ἐγένετο οὕτως.
Γεν. 1,24 Και είπεν ο Θεός· “ας βγάλη η γη ζώα διαφόρων
ειδών, τετράποδα και ερπετά και θηρία της ξηράς, το καθένα κατά το είδος του”.
Και έγινε έτσι.
Γεν. 1,25 καὶ ἐποίησεν
ὁ Θεὸς τὰ θηρία τῆς γῆς κατὰ γένος, καὶ
τὰ κτήνη κατὰ γένος αὐτῶν καὶ πάντα τὰ ἑρπετὰ
τῆς γῆς κατὰ γένος αὐτῶν. καὶ εἶδεν ὁ
Θεός, ὅτι καλά.
Γεν. 1,25 Και εδημιούργησεν ο Θεός τα θηρία της γης κατά τα
είδη αυτών, και τα κτήνη κατά τα είδη αυτών και όλα τα ερπετά της γης κατά τα
είδη αυτών. Και είδεν ο Θεός ότι είναι καλά, σκόπιμα και χρήσιμα.
Γεν. 1 ,26 καὶ εἶπεν ὁ
Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ
καθ᾿ ὁμοίωσιν, καὶ ἀρχέτωσαν τῶν ἰχθύων τῆς
θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ
τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν
ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ γῆς γῆς.
Γεν. 1,26 Εν συνεχεία ο Τριαδικός Θεός είπε καθ' εαυτόν· “ας
δημιουργήσωμεν τώρα τον άνθρωπον, σύμφωνα με την ιδικήν μας εικόνα, και να έχη
την δυνατότητα να ομοιάση με ημάς. Αυτοί, άνδρας και γυναίκα, ας είναι άρχοντες
και κύριοι των ιχθύων της θαλάσσης, των πτηνών του ουρανού, των κτηνών και όλης
της γης και όλων όσα έρπουν επάνω εις την επιφάνειαν της γης”.
Γεν. 1,27 καὶ ἐποίησεν
ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ
ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς.
Γεν. 1,27 Και πράγματι ο απειροτέλειος Θεός εδημιούργησε τον
άνθρωπον, τον οποίον επροίκισε με ιδικά του χαρακτηριστικά γνωρίσματα, ώστε να
είναι με αυτά εικών του Θεού. Εδημιούργησεν απ' αρχής άνδρα και γυναίκα.
Γεν. 1,28 καὶ εὐλόγησεν
αὐτοὺς ὁ Θεός, λέγων· αὐξάνεσθε καὶ
πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς
καὶ ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν
πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ πάντων τῶν κτηνῶν
καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν
τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς.
Γεν. 1,28 Και ευλόγησεν αυτούς ο Θεός λέγων· “αυξάνεσθε και
πληθύνεσθε, γεμίσατε όλην την γην και γενήτε κύριοι αυτής· σας δίδω την δύναμιν
να είσθε κύριοι και εξουσιασταί των ιχθύων της θαλάσσης και των πτηνών του
ουρανού, όλων των κτηνών και όλης της γης και όλων όσα, ως ερπετά, σύρονται
επάνω εις την επιφάνειαν της γης”.
Γεν. 1,29 καὶ εἶπεν ὁ
Θεός· ἰδοὺ δέδωκα ὑμῖν πάντα χόρτον σπόριμον σπεῖρον
σπέρμα, ὅ ἐστιν ἐπάνω πάσης τῆς γῆς, καὶ πᾶν
ξύλον, ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ καρπὸν σπέρματος σπορίμου,
ὑμῖν ἔσται εἰς βρῶσιν·
Γεν. 1,29 Και εν συνεχεία είπεν ο Θεός· “ιδού έχω δώσει υπό
την κυριότητά σας και εις εξυπηρέτησίν σας όλα τα ειδη του χόρτου, τα οποία
έχουν εν εαυτοίς σπέρματα και είναι απλωμένα εις ολόκληρον την γην, και κάθε
δένδρον, το οποίον φέρει καρπόν προς τροφήν σας και σπέρμα προς πολλαπλασιασμόν
και διαιώνισίν του. Ολα αυτά, χόρτα της γης και καρποί των δένδρων, θα είναι
εις διατροφήν σας.
Γεν. 1,30 καὶ πᾶσι
τοῖς θηρίοις τῆς γῆς καὶ πᾶσι τοῖς πετεινοῖς
τοῦ οὐρανοῦ καὶ παντὶ ἑρπετῷ ἕρποντι
ἐπὶ τῆς γῆς, ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ
ψυχὴν ζωῆς, καὶ πάντα χόρτον χλωρὸν εἰς βρῶσιν.
καὶ ἐγένετο οὕτως.
Γεν. 1,30 Σας δίδω επίσης κυριότητα επί όλων των θηρίων της
γης, επί όλων των πτηνών του ουρανού και επί όλων των ερπετών, που σύρονται εις
την γην· εις όλας αυτάς τας ζώσας υπάρξεις δίδω επίσης ως τροφήν το χλωρόν
χόρτον της γης”. Και έγινεν όπως ο Θεός διέταξε.
Γεν. 1,31 καὶ εἶδεν ὁ
Θεὸς τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε, καὶ ἰδοὺ
καλὰ λίαν. καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο
πρωΐ, ἡμέρα ἕκτη.
Γεν. 2,1 Καὶ
συνετελέσθησαν ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ καὶ
πᾶς ὁ κόσμος αὐτῶν.
Γεν. 2,1 Ούτω
δε ετελείωσεν η δημιουργία του σύμπαντος, του ουρανού και της γης, και όλος
αυτών ο στολισμός, η αρμονία και η λαμπρότης.
Γεν. 2,2 καὶ συνετέλεσεν
ὁ Θεὸς ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἕκτῃ
τὰ ἔργα αὐτοῦ, ἃ ἐποίησε, καὶ
κατέπαυσε τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ἀπὸ
πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὧν ἐποίησε.
Γεν. 2,2 Κατά την έκτην ημέραν ετελείωσεν ο Θεός τα έργα
αυτού, όσα έκαμε, και ανεπαύθη κατά την εβδόμην ημέραν από όλα τα έργα αυτού,
τα οποία εδημιούργησεν εκ του μηδενός και εμορφοποίησεν.
Γεν. 2,3 καὶ εὐλόγησεν
ὁ Θεὸς τὴν ἡμέραν τὴν ἑβδόμην καὶ ἡγίασεν
αὐτήν· ὅτι ἐν αὐτῇ κατέπαυσεν ἀπὸ
πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὧν ἤρξατο ὁ
Θεὸς ποιῆσαι.
Γεν. 2,3 Ευλόγησε δε ο Θεός την ημέραν την εβδόμην,
ηγίασεν αυτήν και ως αγίαν την ώρισε, διότι κατ' αυτήν κατέπαυσε την
δημιουργίαν του και ανεπαύθη μετά την δημιουργίαν των έργων, τα οποία από της
πρώτης ημέρας ήρχισε να δημιουργή.
Παρ. 2,1 Υἱέ, ἐὰν
δεξάμενος ῥῆσιν ἐμῆς ἐντολῆς κρύψῃς
παρὰ σεαυτῷ,
Παρ. 2,1 Παιδί μου, εάν παραδεχθής τα λόγια των εντολών
μου και τα φυλάξης με προσοχήν ως θησαυρόν μέσα εις την καρδίαν σου,
Παρ. 2,2 ὑπακούσεται
σοφίας τὸ οὖς σου, καὶ παραβαλεῖς καρδίαν σου εἰς
σύνεσιν, παραβαλεῖς δὲ αὐτὴν ἐπὶ νουθέτησιν
τῷ υἱῷ σου.
Παρ. 2,2 τότε το αυτί σου θα προσέξη και θα ακούση τα λόγια
της θείας σοφίας και θα τα βάλης μέσα στον νουν και την καρδίαν σου, δια να σε
αναδείξουν συνετόν, και θα τα χρησιμοποιής δια να δίδης ορθάς συμβουλάς και
νουθεσίας στον υιόν σου.
Παρ. 2,3 ἐὰν γὰρ
τὴν σοφίαν ἐπικαλέσῃ καὶ τῇ συνέσει δῷς
φωνήν σου, τὴν δὲ αἴσθησιν ζητήσῃς μεγάλῃ τῇ
φωνῇ,
Παρ. 2,3 Διότι, εάν με φλογερόν πόθον επικαλεσθής την θείαν
σοφίαν και φωνάξης την σύνεσιν να έλθη εις σέ, αναζητήσης δε και επικαλεσθής με
μεγάλην φωνήν την γνώσιν της θείας αληθείας,
Παρ. 2,4 καὶ ἐὰν
ζητήσῃς αὐτὴν ὡς ἀργύριον καὶ ὡς
θησαυροὺς ἐξερευνήσῃς αὐτήν,
Παρ. 2,4 και αν την αναζητήσης με τόσον ζήλον, με όσον
αναζητεί κανείς την εύρεσιν χρημάτων, εάν ερευνήσης δι' αυτήν με όσον
ενδιαφέρον ερευνούν δια πολλούς και μεγάλους θησαυρούς,
Παρ. 2,5 τότε συνήσεις φόβον
Κυρίου καὶ ἐπίγνωσιν Θεοῦ εὑρήσεις.
Παρ. 2,5 τότε θα αισθανθής και θα κατανοήσης τον φόβον του
Κυρίου· θα εύρης και θα αποκτήσης, όσον είναι δυνατόν εις την ανθρωπίνην
διάνοιαν, την αληθινήν και ανειπισφαλή γνώσιν περί του Θεού.
Παρ. 2,6 ὅτι Κύριος
δίδωσι σοφίαν, καὶ ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ γνῶσις
καὶ σύνεσις·
Παρ. 2,6 Διότι ο Κυριος είναι εκείνος, ο οποίος χαρίζει την
σοφίαν και από αυτόν πηγάζει και εκχύνεται η γνώσις της αληθείας και η σύνεσις.
Παρ. 2,7 καὶ θησαυρίζει
τοῖς κατορθοῦσι σωτηρίαν, ὑπερασπιεῖ τὴν πορείαν
αὐτῶν
Παρ. 2,7 Η σοφία αυτή προσφέρει και αποταμιεύει θησαυρόν
στους ευθείς ανθρώπους, εις αυτούς που έχουν υγιές και ηρωϊκόν το φρόνημα,
δηλαδή τους χαρίζει την σωτηρίαν, προστατεύει δε και υπερασπίζει τους δρόμους
της ζωής των.
Παρ. 2,8 τοῦ φυλάξαι ὁδοὺς
δικαιωμάτων καὶ ὁδὸν εὐλαβουμένων αὐτὸν
διαφυλάξει.
Παρ. 2,8 Τους ενισχύει, ώστε να τηρήσουν και να φυλάξουν
τας εντολάς του. Ο δε Θεός θα προφυλάξη από κάθε κίνδυνον την ζωήν εκείνων, που
τον ευλαβούνται.
Παρ. 2,9 τότε συνήσεις
δικαιοσύνην καὶ κρίμα καὶ κατορθώσεις πάντας ἄξονας ἀγαθούς.
Παρ. 2,9 Οταν δε αποκτήσης την θείαν σοφίαν, τότε θα
εννοήσης την αληθινήν δικαιοσύνην και θα είσαι εις θέσιν να κρίνης δικαίως. Θα
επιτύχης δέ, ώστε να κατορθώσης όλας τας αγαθάς πράξεις.
Παρ. 2,10 ἐὰν γὰρ
ἔλθῃ ἡ σοφία εἰς σὴν διάνοιαν, ἡ δὲ αἴσθησις
τῇ σῇ ψυχῇ καλὴ εἶναι δόξῃ,
Παρ. 2,10 Διότι, εάν η σοφία έλθη και κατασκηνώση εις την
διάνοιάν σου, θεωρήσης δε και παραδεχθής την από την γνώσιν του νόμου του Θεού
σύνεσιν και διάκρισιν ως καλήν και ωφέλιμον,
Παρ. 2,11 βουλὴ καλὴ
φυλάξει σε, ἔννοια δὲ ὁσία τηρήσει σε,
Παρ. 2,11 τότε απόφασις αγαθή και συνετή θα σε προφυλάξη από
τας αμαρτωλάς εκτροπάς· σκέψις δε αγία θα σε διατηρή εν τη αρετή και πλησίον
του Θεού,
Παρ. 2,12 ἵνα ῥύσηταί
σε ἀπὸ ὁδοῦ κακῆς καὶ ἀπὸ ἀνδρὸς
λαλοῦντος μηδὲν πιστόν.
Παρ. 2,12 δια να σε γλυτώση έτσι από τον ολέθριον δρόμον και
από άνθρωπον, ο οποίος δεν λέγει ποτέ κάτι το αληθινόν και αξιόπιστον.
Παρ. 2,13 ὦ οἱ ἐγκαταλείποντες
ὁδοὺς εὐθείας τοῦ πορεύεσθαι ἐν ὁδοῖς
σκότους·
Παρ. 2,13 Αλλοίμονον όμως εις εκείνους, οι οποίοι αφήνουν τας
ευθείας οδούς του Κυρίου, δια να πορευθούν και βαδίσουν τους αμαρτωλούς δρόμους
του σκότους και της απωλείας!
Παρ. 2,14 οἱ εὐφραινόμενοι
ἐπὶ κακοῖς καὶ χαίροντες ἐπὶ διαστροφῇ
κακῆ·
Παρ. 2,14 Αλλοίμονον εις εκείνους, οι οποίοι ευφραίνονται δια
τα κακά, που διαπράττουν οι ίδιοι η οι άλλοι, και χαίρουν δια την προς το κακόν
διαστροφήν αυτών και των άλλων·
Παρ. 2,15 ὧν αἱ
τρίβοι σκολίαι καὶ καμπύλαι αἱ τροχιαὶ αὐτῶν
Παρ. 2,15 αυτοί, των οποίων οι δρόμοι είναι διεστραμμένοι και
αι πορείαι των κυκλικαί εν τη δολιότητί των,
Παρ. 2,16 τοῦ μακράν σε ποιῆσαι
ἀπὸ ὁδοῦ εὐθείας καὶ ἀλλότριον τῆς
δικαίας γνώμης.
Παρ. 2,16 ώστε να απομακρύνουν και σε από την ευθείαν οδόν και
να σε αποξενώσουν από την ορθήν και δίκαιον φρόνησιν.
Παρ. 2,17 υἱέ, μή σὲ
καταλάβῃ κακὴ βουλή, ἡ ἀπολιποῦσα διδασκαλίαν
νεότητος καὶ διαθήκην θείαν ἐπιλελησμένη·
Παρ. 2,17 Παιδί μου, πρόσεχε να μη σε κυριεύση και σε
υποδουλώση κακή και διεστραμμένη θέλησις, η οποία έχει αρνηθή και εγκαταλείψει
την διδασκαλίαν που συ ήκουσες και παρέλαβες κατά την νεότητά σου και η οποία
θέλησις ελησμόνησε τον θείον νόμον.
Παρ. 2,18 ἔθετο γὰρ
παρὰ τῷ θανάτῳ τὸν οἶκον αὐτῆς καὶ
παρὰ τῷ ᾅδῃ μετὰ τῶν γηγενῶν τοὺς
ἄξονας αὐτῆς.
Παρ. 2,18 Αυτή η παράνομος και κακή βουλή έχει στήσει το σπίτι
της κοντά στον θάνατον, την δε πορείαν και κατάληξίν της με τους υλόφρονας
ανθρώπους, των οποίων το κατάντημα είναι ο άδης.
Παρ. 2,19 πάντες οἱ
πορευόμενοι ἐν αὐτῇ οὐκ ἀναστρέψουσιν, οὐδὲ
μὴ καταλάβωσι τρίβους εὐθείας· οὐ γὰρ
καταλαμβάνονται ὑπὸ ἐνιαυτῶν ζωῆς.
Παρ. 2,19 Ολοι, όσοι βαδίζουν τους δρόμους της κακής βουλής
και μένουν αμετανόητοι, δεν θα επιστρέψουν προς τον Θεόν, δεν θα εισέλθουν εις
την ευθείαν οδόν. Τέτοιοι δέ που είναι δεν πρόκειται να ζήσουν επί έτη πολλά
εις την γην, ώστε να έχουν ευκαιρίας μετανοίας και διορθώσεως·
Παρ. 2,20 εἰ γὰρ ἐπορεύοντο
τρίβους ἀγαθάς, εὕροσαν ἂν τρίβους δικαιοσύνης λείας.
Παρ. 2,20 εάν είχαν την καλήν διάθεσιν και εβάδιζαν τους
ορθούς δρόμους, θα έβρισκαν τους ομαλούς δρόμους της δικαιοσύνης και αρετής.
Παρ. 2,21 χρηστοὶ ἔσονται
οἰκήτορες γῆς, ἄκακοι δὲ ὑπολειφθήσονται ἐν
αὐτῇ· ὅτι εὐθεῖς κατασκηνώσουσι γῆν,
καὶ ὅσιοι ὑπολειφθήσονται ἐν αὐτῇ.
Παρ. 2,21 Εξ αντιθέτου, καλοί και ενάρετοι άνθρωποι θα
κατοικήσουν μονίμως και επί μακρόν εις την γην και οι άκακοι θα απομείνουν ως
κύριοι εις αυτήν. Διότι οι τίμιοι και ειλικρινείς θα κατοικήσουν εις την γην
και οι όσιοι και καθαροί κατά την καρδίαν θα παραμείνουν εις αυτήν.
Παρ. 2,22 ὁδοὶ ἀσεβῶν
ἐκ γῆς ὀλοῦνται, οἱ δὲ παράνομοι ἐξωσθήσονται
ἀπ᾿ αὐτῆς.
Παρ. 2,22 Οι δρόμοι όμως των ασεβών θα εξαφανισθούν από την
γην, οι δε παράνομοι θα ριφθούν έξω από αυτήν.
Ησ. β΄3-11
Ησ. 2,3 καὶ
πορεύσονται ἔθνη πολλὰ καὶ ἐροῦσι· δεῦτε
καὶ ἀναβῶμεν εἰς τὸ ὄρος Κυρίου καὶ εἰς
τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ Ἰακώβ, καὶ ἀναγγελεῖ
ἡμῖν τὴν ὁδὸν αὐτοῦ, καὶ
πορευσόμεθα ἐν αὐτῇ· ἐκ γὰρ Σιὼν ἐξελεύσεται
νόμος καὶ λόγος Κυρίου ἐξ Ἱερουσαλήμ.
Ησ. 2,3 Πολλά έθνη θα προστρέξουν εκεί και θα λέγουν το
ένα στο άλλο. “εμπρός, ας αναβώμεν στο όρος του Κυρίου, στον ναόν του Θεού του
Ιακώβ. Εκεί ο Θεός θα αναγγείλη και θα καταστήση γνωστήν εις ημάς την οδόν
αυτού, εις την οποίαν πρέπει να πορευθώμεν. Διότι από το όρος Σιών θα εξέλθη ο
νέος Νομος και από την Ιερουσαλήμ θα κηρυχθή ο λόγος του Κυρίου.
Ησ. 2,4 καὶ κρινεῖ
ἀναμέσον τῶν ἐθνῶν καὶ ἐλέγξει λαὸν
πολύν, καὶ συγκόψουσι τὰς μαχαίρας αὐτῶν εἰς ἄροτρα
καὶ τὰς ζιβύνας αὐτῶν εἰς δρέπανα, καὶ οὐ
λήψεται ἔθνος ἐπ᾿ ἔθνος μάχαιραν, καὶ οὐ μὴ
μάθωσιν ἔτι πολεμεῖν. -
Ησ. 2,4 Θα κάμη κρίσιν ο Θεός μεταξύ όλων των εθνών και
ως ανώτατος νομοθέτης και κριτής θα ελέξη πολύν λαόν. Και έτσι οι τότε εχθροί
και πολέμιοι μεταξύ των θα μετατρέψουν τα μαχαίρια των εις αλέτρια και τα
δόρατά των εις δρεπάνια και δεν θα σηκώση πλέον έθνος εναντίον άλλου έθνους
μαχαίρας, δια να πολεμήση κατ' αυτού και δεν θα μανθάνουν πλέον οι άνθρωποι την
τέχνην να πολεμούν ο ένας εναντίον του άλλου”.
Ησ. 2,5 Καὶ νῦν,
ὁ οἶκος Ἰακώβ, δεῦτε πορευθῶμεν τῷ φωτὶ
Κυρίου.
Ησ. 2,5 Και τώρα, λοιπόν, ισραηλιτικέ λαέ, σεις οι
απόγονοι του Ιακώβ, α βαδίσωμεν ημείς πρώτοι στο φως του Κυρίου, που θα
ανατείλη από την Ιερουσαλήμ.
Ησ. 2,6 ἀνῆκε γὰρ
τὸν λαὸν αὐτοῦ τὸν οἶκον τοῦ Ἰσραήλ,
ὅτι ἐνεπλήσθη ὡς τὸ ἀπ᾿ ἀρχῆς ἡ
χώρα αὐτῶν κληδονισμῶν, ὡς ἡ τῶν ἀλλοφύλων,
καὶ τέκνα πολλὰ ἀλλόφυλα ἐγενήθη αὐτοῖς.
Ησ. 2,6 Ο Θεός εγκατέλειψε, βέβαια, τον ισραηλιτικόν
λαόν του, τους απογόνους του Ιακώβ, διότι έγέμισεν η χώρα από μαντείας, όπως
ήτο πριν καταληφθή από τους Ισραηλίτας. Εγινεν, όπως είναι η χώρα των
Φιλισταίων. Οι Ισραηλίται από την επιμιξίαν των με τους Φιλισταίους απέκτησαν
πολλά τέκνα.
Ησ. 2,7 ἐνεπλήσθη γὰρ
ἡ χώρα αὐτῶν ἀργυρίου καὶ χρυσίου, καὶ οὐκ
ἦν ἀριθμὸς τῶν θησαυρῶν αὐτῶν·
καὶ ἐνεπλήσθη ἡ γῆ ἵππων, καὶ οὐκ ἦν
ἀριθμὸς τῶν ἁρμάτων αὐτῶν·
Ησ. 2,7 Εγέμισεν η χώρα από παράνομα κέρδη αργυρίουκαί
χρυσίου· αναρίθμητοι ήσαν οι παράνομοι θησαυροί των. Εγέμισεν η χώρα από
ίππους· αναρίθμητα ήσαν τα άρματά των.
Ησ. 2,8 καὶ ἐνεπλήσθη
ἡ γῆ βδελυγμάτων τῶν ἔργων τῶν χειρῶν αὐτῶν,
καὶ προσεκύνησαν, οἷς ἐποίησαν οἱ δάκτυλοι αὐτῶν·
Ησ. 2,8 Η χώρα του Ισραήλ εγέμισεν από βδελυρά είδωλα,
έργα των χειρών των, και προσεκύνησαν αυτά τα είδωλα, τα οποία είχαν
κατασκευάσει τα δάκτυλά των.
Ησ. 2,9 καὶ ἔκυψεν
ἄνθρωπος, καὶ ἐταπεινώθη ἀνήρ, καὶ οὐ μὴ
ἀνήσω αὐτούς.
Ησ. 2,9 Εσκυψεν "άνθρωπος εμπρός εις τα είδωλα αυτά
και εταπεινώθη ο άνδρας ενώπιον αυτών. Δεν θα συγχωρήσω την αμαρτίαν των αυτήν.
Ησ. 2,10 καὶ νῦν εἰσέλθετε
εἰς τὰς πέτρας καὶ κρύπτεσθε εἰς τὴν γῆν ἀπὸ
προσώπου τοῦ φόβου Κυρίου καὶ ἀπὸ τῆς δόξης τῆς
ἰσχύος αὐτοῦ, ὅταν ἀναστῇ θραῦσαι τὴν
γῆν.
Ησ. 2,10 Και τώρα σεις , οι παράνομοι και ανυπάκοοι προς
τον Θεόν, εισέλθετε εις τα σπήλαια, κυριευμένοι από φόβον ενώπιον του
ωργισμένου Κυρίου και της ακαταγωνίστου δυνάμεώς του, όταν θα εγερθή, δια να
συντρίψη εν τη παντοδυναμία του την αμαρτωλήν χώραν.
Ησ. 2,11 οἱ γὰρ ὀφθαλμοὶ
Κυρίου ὑψηλοί, ὁ δὲ ἄνθρωπος ταπεινός· καὶ
ταπεινωθήσεται τὸ ὕψος τῶν ἀνθρώπων, καὶ ὑψωθήσεται
Κύριος μόνος ἐν τῇ ἡμέρα ἐκείνῃ.
Ησ. 2,11 Διότι οι οφθαλμοί του Κυρίου είναι υψιλοί και
βλέπουν από υψηλά τα πάντα. Ο δε άνθρωπος είναι μηδαμινός· και θα ταπεινωθή η
αλαζονεία και η έπαρσις των ανθρώπων. Θα υψωθή δε μόνος ο Κυριος κατά την
ημέραν εκείνην της δικαίας κρίσεώς του.
Ευαγγέλιο: (Μάρκ. ια΄22- 26, Ματθ. ζ΄7-8)
Μαρκ. 11,22 καὶ ἀποκριθεὶς
ὁ Ἰησοῦς λέγει αὐτοῖς· ἔχετε πίστιν
Θεοῦ.
Μαρκ. 11,22 Και απεκρίθη ο Ιησούς και του είπε· να έχετε πίστιν στον
Θεόν και την δύναμίν του.
Μαρκ. 11,23 ἀμὴν γὰρ
λέγω ὑμῖν ὅτι ὃς ἂν εἴπῃ τῷ ὄρει
τούτῳ, ἄρθητι καὶ βλήθητι εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ
μὴ διακριθῇ ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, ἀλλὰ
πιστεύσει ὅτι ἃ λέγει γίνεται, ἔσται αὐτῷ ὃ
ἐὰν εἴπῃ.
Μαρκ. 11,23 Διότι σας διαβεβαιώνω, ότι εκείνος που έχει τέτοιαν
πίστιν και θα είπη στο βουνό τούτο· σήκω και πέσε εις την θάλασσαν, και εφ'
όσον δεν θα αισθανθή καμμίαν αμφιβολίαν εις την καρδίαν του, αλλά θα πιστεύση,
ότι όσα εις δόξα του Θεού λέγει γίνονται, θα ίδη ότι θα γίνη αυτό, που θα είπη.
Μαρκ. 11,24 διὰ τοῦτο
λέγων ὑμῖν, πάντα ὅσα ἂν προσευχόμενοι αἰτεῖσθε,
πιστεύετε ὅτι λαμβάνετε, καὶ ἔσται ὑμῖν.
Μαρκ. 11,24 Δια τούτο και σας λέγω, ότι όλα όσα με την προσευχήν σας
ζητείτε, πιστεύετε ότι θα τα λάβετε, και θα σας δοθούν από τον Θεόν.
Μαρκ. 11,25 καὶ ὅταν
στήκητε προσευχόμενοι, ἀφίετε εἴ τι ἔχετε κατά τινος, ἵνα
καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς
ἀφῇ ὑμῖν τὰ παραπτώματα ὑμῶν.
Μαρκ. 11,25 Και όταν στέκεσθε εις προσευχήν, να συγχωρήτε με όλην
σας την καρδιά, εάν έχετε κάτι εναντίον κάποιου, δια να συγχωρήση και ο Πατήρ
σας ο ουράνιος τα ιδικά σας παραπτώματα.
Μαρκ. 11,26 εἰ δὲ ὑμεῖς
οὐκ ἀφίετε, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει
τὰ παραπτώματα ὑμῶν.
Μαρκ. 11,26 Εάν δε σεις δεν συγχωρήτε τους άλλους δια τα τυχόν
σφάλματα, που έχουν πράξει απέναντί σας, και ο Πατήρ σας ο ουράνιος δεν θα
συγχωρήση τα ιδικά σας παραπτώματα.
Ματθ. 7,7 Αἰτεῖτε, καὶ
δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε, κρούετε,
καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν·
Ματθ. 7,7 Σεις ζητείτε από τον Θεόν τα πνευματικά και υλικά
αγαθά, που σας χρειάζονται και θα σας δοθούν, γυρεύετε και θα βρήτε αυτό το
καλόν που θέλετε. Κτυπάτε την θύραν της θείας αγάπης και θα ανοίξη διάπλατα
προς χάριν σας.
Ματθ. 7,8 πᾶς γὰρ ὁ
αἰτῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει καὶ
τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται.
Ματθ. 7,8 Διότι καθένας, που ζητεί με πίστιν από τον Θεόν,
λαμβάνει το καλόν που ζητεί. Και εκείνος που γυρεύει, ευρίσκει και σε καθέναν
που κτυπά την θύραν του Θεού, θα του ανοιχθή αυτή.