Ιου.
1,11 οὐαὶ αὐτοῖς,
ὅτι τῇ ὁδῷ τοῦ Κάϊν ἐπορεύθησαν, καὶ τῇ πλάνῃ τοῦ Βαλαὰμ μισθοῦ ἐξεχύθησαν, καὶ τῇ ἀντιλογίᾳ τοῦ Κορὲ ἀπώλοντο.
Ιου. 1,11 Αλλοίμονον
εις αυτούς, διότι εβάδισαν τον δρόμον
του Καϊν και εγκληματούν με το παράδειγμά των και τας
ψευδολογίας των, εναντίον των αδελφών των. Αλλοίμονόν
των διότι εχύθηκαν ασυγκράτητοι εις την πλάνην του Βαλαάμ, ένεκα υλικού
κέρδους, και εχάθηκαν μέσα εις την επανάστασιν του Κορε κατά του
Θεού.
Ιου.
1,12 Οὗτοί εἰσιν ἐν ταῖς ἀγάπαις ὑμῶν σπιλάδες, συνευωχούμενοι ἀφόβως, ἑαυτοὺς
ποιμαίνοντες, νεφέλαι ἄνυδροι ὑπὸ ἀνέμων παραφερόμεναι,
δένδρα φθινοπωρινά, ἄκαρπα, δίς
ἀποθανόντα, ἐκριζωθέντα,
Ιου. 1,12 Αυτοί είναι εστίαι μολύνσεως εις τα κοινά δείπνα σας, τα συνδεδεμένα με
το μυστήριον της θείας Ευχαριστίας. Συντρώγουν μαζή σας, χωρίς κανένα φόβον και καμμίαν εντροπήν. Αυτοί ποιμένουν κατά τας ορέξεις των τον εαυτόν
των και ζουν εις βάρος των άλλων, χωρίς να προσφέρουν τίποτε, άστατοι και χωρίς
περιεχόμενον, σαν σύννεφα χωρίς νερό, που σπρώχνονται
και στροβιλίζονται εδώ και εκεί από τους ανέμους. Είναι δένδρα φθινωπορινά, που και αν τύχη και ανθίσουν, μένουν
οπωσδήποτε άκαρπα, δύο φορές πεθαμένα και ξηρά, (μίαν
πριν πιστεύσουν στον Χριστόν
και δευτέραν, που έχουν απαρνηθή
και ξεκόψει απ' τον Χριστόν)· δένδρα, που έχουν ξερριζωθή από την Εκκλησίαν του
Χριστού.
Ιου.
1,13 κύματα
ἄγρια θαλάσσης ἐπαφρίζοντα
τὰς ἑαυτῶν
αἰσχύνας, ἀστέρες
πλανῆται, οἷς ὁ
ζόφος τοῦ σκότους εἰς
τὸν αἰῶνα
τετήρηται.
Ιου. 1,13 Είναι άγρια κύματα θαλάσσης
που χύνουν προς τα έξω σαν αηδιαστικόν αφρόν τας αισχράς και επαισχύντους πράξεις των. Είναι αστέρια, που πλανώνται έξω από την τροχιάν των
εδώ και εκεί, δια να εξαπατούν τους ταξιδεύοντας, να βαδίζουν δε και οι ίδιοι
προς τον όλεθρον. Εις αυτούς έχει επιφυλαχθή
αιωνία η τιμωρία, το πυκνόν και αδιαπέραστον
σκότος του Αδου.
Ιου.
1,14 προεφήτευσε δὲ καὶ τούτοις ἕβδομος ἀπὸ Ἀδὰμ Ἐνὼχ λέγων· ἰδοὺ ἦλθε
Κύριος ἐν ἁγίαις
μυριάσιν αὐτοῦ,
Ιου. 1,14 Εχει
δε προφητεύσει δι' αυτούς και ο Ενώχ, έβδομος στους
γενεαλογικούς καταλόγους από τον Αδάμ, λέγων· “ιδού ήλθεν ο Κυριος με τας μυριάδας
των αγίων αυτού αγγέλων και δικαίων,
Ιου.
1,15 ποιῆσαι κρίσιν κατὰ
πάντων καὶ ἐλέγξαι
πάντας τοὺς ἀσεβεῖς αὐτῶν
περὶ πάντων τῶν
ἔργων ἀσεβείας αὐτῶν ὧν ἠσέβησαν καὶ περὶ πάντων τῶν σκληρῶν ὧν ἐλάλησαν κατ᾿ αὐτοῦ ἁμαρτωλοὶ
ἀσεβεῖς.
Ιου. 1,15 δια να κάμη
κρίσιν εναντίον όλων των αμαρτωλών και να ελέγξη
όλους τους ασεβείς μεταξύ αυτών, δι' όλα τα έργα της
ασεβείας των, με τα οποία ύβρισαν τον Θεόν, και δι' όλα τα βλάσφημα και διεστραμμένα λόγια, τα οποία
αμαρτωλοί ασεβείς είπαν εναντίον του Θεού”.
Ιου.
1,16 Οὗτοί εἰσι γογγυσταί, μεμψίμοιροι, κατὰ
τὰς ἐπιθυμίας αὐτῶν πορευόμενοι, καὶ τὸ στόμα αὐτῶν λαλεῖ ὑπέρογκα, θαυμάζοντες
πρόσωπα ὠφελείας χάριν.
Ιου. 1,16 Αυτοί γογγύζουν πάντοτε και
μεμψιμοιρούν εναντίον του Θεού, ζώντες και συμπεριφερόμενοι σύμφωνα με τας αμαρτωλάς επιθυμίας της καρδίας
των, το στόμα των λαλεί αλαζονικά και πομπώδη λόγια,
προσποιούμενοι ότι θαυμάζουν πρόσωπα πλούσια και ισχυρά, τα οποία και κολακεύουν,
δια να επιτύχουν με τας κολακείας των υλικά κέρδη.
Ιου.
1,17 Ὑμεῖς δέ, ἀγαπητοί, μνήσθητε τῶν ῥημάτων τῶν προειρημένων ὑπὸ
τῶν ἀποστόλων τοῦ Κυρίου ἡμῶν
Ἰησοῦ Χριστοῦ,
Ιου. 1,17 Σεις δε, αγαπητοί, ενθυμηθήτε τα λόγια τα οποία εκ των προτέρων και ως προφητικά
έχουν λεχθή από τους αποστόλους του Κυρίου ημών Ιησού
Χριστού.
Ιου.
1,18 ὅτι ἔλεγον ὑμῖν ὅτι ἐν ἐσχάτῳ χρόνῳ ἔσονται ἐμπαῖκται κατὰ τὰς ἑαυτῶν ἐπιθυμίας πορευόμενοι τῶν ἀσεβιῶν.
Ιου. 1,18 Ενθυμηθήτε,
ότι αυτοί σας έλεγαν, πως κατά τους τελευταίους καιρούς, που θα προηγηθούν από
την παρουσίαν του Χριστού, θα υπάρξουν άνθρωποι είρωνες και χλευασταί εναντίον
του Θεού και του θελήματός του, που θα ζουν και θα συμπεριφέρονται
σύμφωνα με τας φαύλας επιθυμίας των, δια να
διαπράττουν έτσι ασεβείας.
Ιου.
1,19 Οὗτοί εἰσιν οἱ ἀποδιορίζοντες,
ψυχικοί, Πνεῦμα μὴ
ἔχοντες.
Ιου. 1,19 Αυτοί είναί που δημιουργούν
διαιρέσεις εις την Εκκλησίαν, άνθρωποι ζωώδεις που κυριαρχονται από τα κατώτερα ένστικτα και οι οποίοι ούτε
Πνεύμα Θεού έχουν ούτε και το ιδικόν των πνεύμα έχουν
καλλιεργημένον και προικισμένον
με την θείαν χάριν.
Ιου.
1,20 Ὑμεῖς δέ, ἀγαπητοί, τῇ ἁγιωτάτῃ ὑμῶν
πίστει ἐποικοδομοῦντες
ἑαυτούς, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ
προσευχόμενοι,
Ιου. 1,20 Σεις όμως, αγαπητοί, οικοδομούντες τους εαυτούς σας επάνω στο θεμέλιον της αγιωτάτης πίστεώς
σας, προσευχόμενοι με τον φωτισμόν και την έμπνευσιν του Αγίου Πνεύματος,
Ιου.
1,21 ἑαυτοὺς ἐν ἀγάπῃ Θεοῦ
τηρήσατε, προσδεχόμενοι τὸ ἔλεος
τοῦ Κυρίου ἡμῶν
Ἰησοῦ Χριστοῦ,
εἰς ζωὴν αἰώνιον.
Ιου. 1,21 φυλάξατε τους εαυτούς σας
μέσα εις την αγάπην του Θεού, περιμένοντες με εμπιστοσύνην και υπομονήν το
έλεος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δια να αξιωθήτε
έτσι να εισέλθετε εις την αιώνιον ζωήν.
Ιου.
1,22 καὶ οὓς μὲν ἐλεεῖτε
διακρινόμενοι,
Ιου. 1,22 Και εις άλλους μεν να
δείχνετε έλεος και καλωσύνην, συνομιλούντες
και καθοδηγούντες αυτούς εις την γνώσιν του αληθινού
Θεού,
Ιου.
1,23 οὓς δὲ ἐν φόβῳ σῴζετε, ἐκ τοῦ πυρὸς ἁρπάζοντες, μισοῦντες
καὶ τὸν ἀπὸ τῆς σαρκὸς ἐσπιλωμένον χιτῶνα.
Ιου. 1,23 άλλους δε με φόβον και σύνεσιν μήπως και σεις βλαβήτε από το κακόν των
παράδειγμα, αγωνισθήτε να τους σώζετε, αρπάζοντες
αυτούς από την φωτιάν των θανασίμων
κινδύνων της αμαρτίας και μισούντες σαν ρυπαρόν χιτώνα την ζωήν, την μολυσμένην από τας αμαρτίας και τα πάθη της σαρκός.
Ιου.
1,24 Τῷ δὲ δυναμένῳ φυλάξαι αὐτοὺς ἀπταίστους
καὶ στῆσαι
κατενώπιον τῆς δόξης αὐτοῦ
ἀμώμους ἐν ἀγαλλιάσει,
Ιου. 1,24 Εις αυτόν δε, ο οποίος ημπορεί να σας προφυλάξη και διατηρήση απταίστους και να σας παρουσιάση
εμπρός εις την άπειρον δόξαν
του ακηλιδώτους και αγνούς, γεμάτους αγαλλίασιν,
Ιου.
1,25 μόνῳ σοφῷ Θεῷ σωτῆρι ἡμῶν, δόξα καὶ μεγαλωσύνη, κράτος καὶ ἐξουσία καὶ νῦν καὶ εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας·
ἀμήν.
Ιου. 1,25 στον μόνον σοφόν Θεόν, τον Σωτήρα μας, ας είναι η άπειρος δόξα και μεγαλειότης,
η απόλυτος κυριαρχία και εξουσία και τώρα και εις όλους τους αιώνας. Αμήν.
Λουκ.
23,1 Καὶ ἀναστὰν
ἅπαν τὸ πλῆθος αὐτῶν ἤγαγον αὐτὸν
ἐπὶ τὸν Πιλᾶτον.
Λουκ. 23,1 Και αφού εσηκώθηκε όλο το πλήθος των συνέδρων,
έφεραν τον Ιησούν στον Πιλάτον.
Λουκ.
23,2 ἤρξαντο δὲ
κατηγορεῖν αὐτοῦ λέγοντες· τοῦτον εὕρομεν
διαστρέφοντα τὸ ἔθνος καὶ κωλύοντα Καίσαρι φόρους διδόναι,
λέγοντα ἑαυτὸν Χριστὸν βασιλέα εἶναι.
Λουκ. 23,2 Ηρχισαν δε να τον κατηγορούν και να λέγουν· “αυτόν
τον ευρήκαμεν να παρακινή το έθνος εις επανάστασιν και να εμποδίζη την πληρωμήν
των φόρων στον Καίσαρα και να λέγη δια τον ευατόν του, ότι είναι ο Χριστός, ο
βασιλεύς”.
Λουκ.
23,3 ὁ δὲ Πιλᾶτος
ἐπηρώτησεν αὐτὸν λέγων· σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς
τῶν Ἰουδαίων; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ
ἔφη· σὺ λέγεις.
Λουκ. 23,3 Ο δε Πιλάτος τον ηρώτησε, λέγων· “συ, ο δεμένος
υπόδικος, είσαι βασιλεύς των Ιουδαίων;” Ο δε Ιησούς απεκρίθη και του είπε·
“όπως και συ το λέγεις είμαι βασιλεύς, όχι όμως όπως οι κοσμικοί βασιλείς”.
Λουκ.
23,4 ὁ δὲ Πιλᾶτος
εἶπε πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ὄχλους
ὅτι οὐδὲν εὑρίσκω αἴτιον ἐν τῷ ἀνθρώπῳ
τούτῳ.
Λουκ. 23,4 Ο δε Πιλάτος είπε προς τους αρχιερείς και τους
όχλους, ότι “δεν ευρίσκω καμμίαν ενόχην στον άνθρωπον αυτόν”.
Λουκ.
23,5 οἱ δὲ ἐπίσχυον
λέγοντες ὅτι ἀνασείει τὸν λαὸν διδάσκων καθ᾿ ὅλης
τῆς Ἰουδαίας, ἀρξάμενος ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἕως
ὧδε.
Λουκ. 23,5 Αλλά αυτοί με περισσότερον πείσμα και φανατισμόν
επέμεναν, λέγοντες ότι αναταράσσει τον λαόν με το να διδάσκη τα επαναστατικά
του κηρύγματα, που έκαμε αρχήν από την Γαλιλαίαν και τα έφερε έως εδώ.
Λουκ.
23,6 Πιλᾶτος δὲ ἀκούσας
Γαλιλαίαν ἐπηρώτησεν εἰ ὁ ἄνθρωπος Γαλιλαῖός ἐστι,
Λουκ. 23,6 Ο δε Πιλάτος, όταν ήκουσε την λέξιν Γαλιλαία,
ηρώτησε, εάν ο άνθρωπος αυτός είναι από την Γαλιλαίαν.
Λουκ.
23,7 καὶ ἐπιγνοὺς
ὅτι ἐκ τῆς ἐξουσίας Ἡρῴδου ἐστίν, ἀνέπεμψεν
αὐτὸν πρὸς Ἡρῴδην, ὄντα καὶ αὐτὸν
ἐν Ἱεροσολύμοις ἐν ταύταις ταῖς ἡμέραις.
Λουκ. 23,7 Και όταν εξηκρίβωσε ότι ο Ιησούς είναι από την
περιοχήν της δικαιοδοσίας του Ηρώδου, τον παρέπεμψεν στον Ηρώδην, ο οποίος κατά
τας ημέρας αυτάς του Πασχα ευρίσκετο και αυτός εις τα Ιεροσόλυμα.(Και τούτο, δια
να απαλλαγή αυτός από την ενοχλητικήν εκείνην δίκην).
Λουκ.
23,8 ὁ δὲ Ἡρῴδης
ἰδὼν τὸν Ἰησοῦν ἐχάρη λίαν· ἦν γὰρ
ἐξ ἱκανοῦ θέλων ἰδεῖν αὐτὸν διὰ
τὸ ἀκούειν αὐτὸν πολλὰ περὶ αὐτοῦ,
καὶ ἤλπιζέ τι σημεῖον ἰδεῖν ὑπ᾿ αὐτοῦ
γινόμενον.
Λουκ. 23,8 Ο δε Ηρώδης, όταν είδε τον Ιησού εχάρηκε πολύ, διότι
από πολύν καιρόν ήθελε να τον ίδη, επειδή πολλά συνεχώς ήκουε δι' αυτόν και
ήλπιζε, προς ικανοποίησιν της περιεργείας του, να ίδη κάποιο θαύμα να γίνεται
από τον Ιησούν.
Λουκ.
23,9 ἐπηρώτα δὲ αὐτὸν
ἐν λόγοις ἱκανοῖς· αὐτὸς δὲ οὐδὲν
ἀπεκρίνατο αὐτῷ.
Λουκ. 23,9 Τον ερωτούσε δε ο Ηρώδης δια πολλά και με πολλάς
ερωτήσεις. Ο Ιησούς όμως δεν του έδωκε καμμίαν απάντησιν.
Λουκ.
23,10 εἱστήκεισαν δὲ οἱ
γραμματεῖς καὶ οἱ ἀρχιερεῖς εὐτόνως
κατηγοροῦντες αὐτοῦ.
Λουκ. 23,10 Εκεί δε κοντά εστέκοντο οι γραμματείς και οι αρχιερείς
και τον κατηγορούσαν με ζωηρόν τόνον και επιμονήν.
Λουκ.
23,11 ἐξουθενήσας δὲ αὐτὸν
ὁ Ἡρῴδης σὺν τοῖς στρατεύμασιν αὐτοῦ
καὶ ἐμπαίξας, περιβαλὼν αὐτὸν ἐσθῆτα
λαμπρὰν ἀνέπεμψεν αὐτὸν τῷ Πιλάτῳ.
Λουκ. 23,11 Ο Ηρώδης όμως, αφού τον εξηυτέλισε μαζή με τα
στρατεύματά του και τον ενέπαιξε, του εφόρεσε, δια να τον ειρωνευθή και τον
γελοιοποιήση, μίαν λαμπράν στολήν, και τον παρέπεμψε πάλιν στον Πιλάτον.
Λουκ.
23,12 ἐγένοντο δὲ φίλοι
ὅ τε Ἡρῴδης καὶ ὁ Πιλᾶτος ἐν αὐτῇ
τῇ ἡμέρᾳ μετ᾿ ἀλλήλων· προϋπῆρχον γὰρ
ἐν ἔχθρᾳ ὄντες πρὸς ἑαυτούς.
Λουκ. 23,12 Εγιναν δε εξ αφορμής του γεγονότος αυτού φίλοι μεταξύ
των ο Ηρώδης και ο Πιλάτος κατά την ημέραν αυτήν. Διότι προηγούμενος ευρίσκοντο
εις έχθραν μεταξύ των. (Ισως εξ αιτίας ζητημάτων δικαιοδοσίας).
Λουκ.
23,13 Πιλᾶτος δὲ
συγκαλεσάμενος τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ἄρχοντας
καὶ τὸν λαὸν
Λουκ. 23,13 Ο Πιλάτος δε, αφού εκάλεσε μαζή τους αρχιερείς και τους
άρχοντας και τον λαόν,
Λουκ.
23,14 εἶπε πρὸς αὐτούς·
προσηνέγκατέ μοι τὸν ἄνθρωπον τοῦτον ὡς ἀποστρέφοντα
τὸν λαόν, καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἐνώπιον ὑμῶν
ἀνακρίνας οὐδὲν εὗρον ἐν τῷ ἀνθρώπῳ
τούτῳ αἴτιον ὧν κατηγορεῖτε κατ᾿ αὐτοῦ.
Λουκ. 23,14 είπε προς αυτούς· “μου εφέρατε τον άνθρωπος αυτόν να
τον δικάσω, διότι τάχα εξεγείρει τον λαόν εναντίον του Καίσαρος και των νόμων
του κράτους. Και ιδού εγώ τον ανέκρινα ενώπιον σας και δεν ευρήκα στον άνθρωπον
αυτός καμμιάν παράβασιν και ενόχην, εις όσα σστον κατηγορείτε.
Λουκ.
23,15 ἀλλ᾿ οὐδὲ
Ἡρῴδης· ἀνέπεμψα γὰρ ὑμᾶς πρὸς αὐτόν·
καὶ ἰδοὺ οὐδὲν ἄξιον θανάτου ἐστὶ
πεπραγμένον αὐτῷ.
Λουκ. 23,15 Αλλά ούτε και ο Ηρώδης δεν τον ευρήκε ένοχον· διότι εγώ
έστειλα και σας μαζή με τον άνθρωπον αυτόν προς τον Ηρώδην και ιδού, ότι τίποτε
το άξιον θανάτου δεν έχει διαπραχθή από αυτόν.
Λουκ.
23,16 παιδεύσας οὖν αὐτὸν
ἀπολύσω.
Λουκ. 23,16 Λοιπόν, αφού τον βασανίσω και διατάξω να τον
φραγγελώσουν θα τον απολύσω”.
Λουκ.
23,17 ἀνάγκην δὲ εἶχεν
ἀπολύειν αὐτοῖς κατὰ ἑορτὴν ἕνα.
Λουκ. 23,17 Είχε δε υποχρέωσιν ο Πιλάτος, από κάποιο έθιμον, να
απελευθερώνη χάριν του λαού κατά την εορτήν του Πασχα ένα κρατούμενον.
Λουκ.
23,18 ἀνέκραξαν δὲ
παμπληθεὶ λέγοντες· αἶρε τοῦτον, ἀπόλυσον δὲ
ἡμῖν Βαραββᾶν·
Λουκ. 23,18 Εφώναξαν δε δυνατά όλον το πλήθος μαζή, άρχοντες και
λαός, λέγοντες· “φόνευσε αυτόν, να μας αφήσης ελεύθερον τον Βαραββάν”.
Λουκ.
23,19 ὅστις ἦν διὰ
στάσιν τινὰ γενομένην ἐν τῇ πόλει καὶ φόνον βεβλημένος
εἰς τὴν φυλακήν.
Λουκ. 23,19 Ο οποίος Βαραββάς είχε ριφθή εις την φυλακήν δια
κάποιαν στάσιν, που έγινε εις την πόλιν και δια φόνον.
Λουκ.
23,20 πάλιν οὖν ὁ Πιλᾶτος
προσεφώνησε, θέλων ἀπολῦσαι τὸν Ἰησοῦν.
Λουκ. 23,20 Παλιν λοιπόν ο Πιλάτος ωμίλησε προς τον λαόν, διότι
ήθελε να απολύση τον Ιησούν.
Λουκ.
23,21 οἱ δὲ ἐπεφώνουν
λέγοντες· σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν.
Λουκ. 23,21 Αυτοί όμως εις απάντησιν εφώναζαν δυνατά λέγοντες·
“σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν”.
Λουκ.
23,22 ὁ δὲ τρίτον εἶπε
πρὸς αὐτούς· τί γὰρ κακὸν ἐποίησεν οὗτος;
οὐδὲν ἄξιον θανάτου εὗρον ἐν αὐτῷ·
παιδεύσας οὖν αὐτὸν ἀπολύσω.
Λουκ. 23,22 Ο δε Πιλάτος δια τρίτην φοράν είπεν εις αυτούς· “διατί
να τον σταυρώσω; Ποίον κακόν, άξιον σταυρικού θανάτου, έπραξε αυτός; Τιποτε το
άξιον θανάτου δεν εύρηκα εις αυτόν. Θα τον μαστιγώσω λοιπόν και θα τον
απολύσω”. (Αν ήτο αθώος διατί να τον μαστιγώση; Αν ήτο ένοχος διατί να τον
απολύση; Ο Πιλάτος άδικος καθώς ήτο δεν είχε το θάρρος να αποδώση δικαιοσύνην
και απολύση τον Κυριον).
Λουκ.
23,23 οἱ δὲ ἐπέκειντο
φωναῖς μεγάλαις αἰτούμενοι αὐτὸν σταυρωθῆναι, καὶ
κατίσχυον αἱ φωναὶ αὐτῶν καὶ τῶν ἀρχιερέων.
Λουκ. 23,23 Αυτοί δε μαινόμενοι επέμεναν με μεγάλας φωνάς και εζητούσαν
να σταυρωθή. Και αι φωναί αυτών και των αρχιερέων υπερίσχυαν και εσκέπαζαν τα
λόγια του Πιλάτου.
Λουκ.
23,24 ὁ δὲ Πιλᾶτος
ἐπέκρινε γενέσθαι τὸ αἴτημα αὐτῶν,
Λουκ. 23,24 Ο δε Πιλάτος απεφάσισε οριστικώς να γίνη το αίτημα των.
Λουκ.
23,25 ἀπέλυσε δὲ αὐτοῖς
τὸν Βαραββᾶν τὸν διὰ στάσιν καὶ φόνον βεβλημένον
εἰς τὴν φυλακήν, ὃν ᾐτοῦντο, τὸν δὲ Ἰησοῦν
παρέδωκε τῷ θελήματι αὐτῶν.
Λουκ. 23,25 Αφήκε δε προς χάριν αυτών ελεύθερον τον Βαραββάν, ο
οποίος ήτο φυλακισμένος δια στάσιν και φόνον και του οποίου την απόλυσιν
εζητούσαν εκείνοι, τον δε Ιησούν παρέδωκε, σύμφωνα με το θέλημά των, να
σταυρωθή.
Λουκ.
23,26 Καὶ ὡς ἀπήγαγον
αὐτόν, ἐπιλαβόμενοι Σίμωνός τινος Κυρηναίου, ἐρχομένου ἀπ᾿
ἀγροῦ, ἐπέθηκαν αὐτῷ τὸν σταυρὸν
φέρειν ὀπίσω τοῦ Ἰησοῦ.
Λουκ. 23,26 Και όταν τον επήγαιναν προς τον Γολγοθάν, έπιασαν
κάποιον Σιμωνα Κυρηναίον, που ήρχετο από το χωράφι, του εφόρτωσαν τον σταυρόν
να τον φέρη πίσω από τον Ιησούν, ο όποίος είχε πλέον σωματικώς εξαντληθή.
Λουκ.
23,27 ἠκολούθει δὲ αὐτῷ
πολὺ πλῆθος τοῦ λαοῦ καὶ γυναικῶν αἳ
καὶ ἐκόπτοντο καὶ ἐθρήνουν αὐτόν.
Λουκ. 23,27 Τον ακολουθούσε δε πολύ πλήθος λαού και γυναικών, αι
οποίαι εκτυπούσαν το στήθος και την κεφαλήν των και εθρηνούσαν δι' αυτόν.
Λουκ.
23,28 στραφεὶς δὲ πρὸς
αὐτὰς ὁ Ἰησοῦς εἶπε· θυγατέρες Ἱερουσαλήμ,
μὴ κλαίετε ἐπ᾿ ἐμέ, πλὴν ἐφ᾿ ἑαυτὰς
κλαίετε καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ὑμῶν.
Λουκ. 23,28 Ο δε Ιησούς αφού εγύρισε προς αυτάς είπε· “θυγατέρες
Ιερουσαλήμ, μη κλαίετε δι' εμέ, αλλά κλαίετε δια τον ευατόν σας και τα τέκνα
σας.
Λουκ.
23,29 ὅτι ἰδοὺ ἔρχονται
ἡμέραι ἐν αἷς ἐροῦσι· μακάριαι αἱ στεῖραι
καὶ κοιλίαι αἳ οὐκ ἐγέννησαν, καὶ μαστοὶ οἳ
οὐκ ἐθήλασαν.
Λουκ. 23,29 Διότι ιδού έρχονται ημέραι, κατά τας οποίας θα είπουν·
καλότυχες είναι οι στείρες γυναίκες και αι κοιλίαι που δεν εγέννησαν και οι
μαστοί που δεν εθήλασαν βρέφη. Διότι αυταί που έχουν παιδιά θα αισθανθούν
δριμύτερον τον πόνον δια τα δεινά που θα έλθουν εις αυτάς και εις τα παιδιά
των.
Λουκ.
23,30 τότε ἄρξονται λέγειν τοῖς
ὄρεσι, πέσετε ἐφ᾿ ἡμᾶς, καὶ τοῖς
βουνοῖς, καλύψατε ἡμᾶς·
Λουκ. 23,30 Τοτε θ'αρχίσουν να λέγουν εις τα όρη· πέσατε επάνω μας·
και εις τα βουνά· σκεπάσατέ μας με το βάρος σας, δια να αποθάνωμεν μίαν ώραν
ενωρίτερα και μη βασανιζώμεθα από τα ανυπόφορα πλέον δεινά.
Λουκ.
23,31 ὅτι εἰ ἐν τῷ
ὑγρῷ ξύλῳ ταῦτα ποιοῦσιν, ἐν τῷ ξηρῷ
τί γένηται;
Λουκ. 23,31 Διότι εάν στο χλωρόν δένδρον κάνουν αυτά οι Ρωμαίοι,
στο ξηρόν τι θα συμβή; (Εάν εις εμέ τον αθώον, που έχω θείαν και ακατάλυτον
ζωήν, γίνωνται αυτά, τι μέλλει να γίνη εις σας, που είσθε τόσον βαρειά ένοχοι
δια τα πολλά και μεγάλα αμαρτήματά σας;)”
Λουκ.
23,33 Καὶ ὅτε ἀπῆλθον
ἐπὶ τὸν τόπον τὸν καλούμενον Κρανίον, ἐκεῖ ἐσταύρωσαν
αὐτὸν καὶ τοὺς κακούργους ὃν μὲν ἐκ
δεξιῶν ὃν δὲ ἐξ ἀριστερῶν.
Λουκ. 23,33 Και όταν έφθασαν εις τόπον, που ελέγετο Κρανίον, εκεί
εσταύρωσαν αυτόν και τους δύο κακούργους, ένα εις τα δεξιά και ένα εις τα
αριστερά. ουκ.
23,44 Ἦν δὲ ὡσεὶ
ὥρα ἕκτη καὶ σκότος ἐγένετο ἐφ᾿ ὅλην
τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης, τοῦ ἡλίου ἐκλείποντος,
Λουκ. 23,44 Ητο δε ώρα εξ περίπου από την ανατολήν του ηλίου, δηλαδή
μεσημέρι, και απλώθηκε σκότος εις όλην την γην έως τας τρστο απόγευμα, διότι
είχε χαθή ο ήλιος από τον ουρανόν.
Λουκ.
23,45 καὶ ἐσχίσθη τὸ
καταπέτασμα τοῦ ναοῦ μέσον·
Λουκ. 23,45 Και εσχίσθη στο μέσον το πολύτιμον παραπέτασμα του
ναού.
Λουκ.
23,46 καὶ φωνήσας φωνῇ
μεγάλῃ ὁ Ἰησοῦς εἶπε· πάτερ, εἰς χεῖράς
σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμά μου· καὶ ταῦτα εἰπὼν
ἐξέπνευσεν.
Λουκ. 23,46 Και εφώναξε με φωνήν μεγάλην ο Ιησούς και είπε· “πάτερ,
εις τας χείρας σου παραίδω το πνεύμα μου”. Και αφού είπε τους λόγους αυτούς,
εξέπνευσε.
Λουκ.
23,47 ἰδὼν δὲ ὁ
ἑκατόνταρχος τὸ γενόμενον ἐδόξασε τὸν Θεὸν
λέγων· ὄντως ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος ἦν.
Λουκ. 23,47 Οταν δε ο εκατόνταρχος είδεν αυτό που έγινε, δηλαδή το
σκότος, τον σεισμόν και προ παντός τον τρόπον με τον οποίον ο Χριστός ως Κυριος
της ζωής του παρέδωσε το πνεύμα, εδόξασε τον Θεόν, λέγων· “πράγματι ο άνθρωπος
ούτος ήτο δίκαιος”.
Λουκ.
23,48 καὶ πάντες οἱ
συμπαραγενόμενοι ὄχλοι ἐπὶ τὴν θεωρίαν ταύτην, θεωροῦντες
τὰ γενόμενα, τύπτοντες ἑαυτῶν τὰ στήθη ὑπέστρεφον.
Λουκ. 23,48 Και όλα τα πλήθη που είχαν έλθει μαζή δια να
παρακολουθήσουν το θέαμα της σταυρώσεως, όταν είδαν αυτά που έγιναν, εγύρισαν
πίσω εις την πόλιν, κτυπώντες τα στήθη των, δια να εκδηλώσουν έτσι την
μετάνοιάν των.
Λουκ.
23,49 εἱστήκεισαν δὲ
πάντες οἱ γνωστοὶ αὐτοῦ ἀπὸ μακρόθεν, καὶ
γυναῖκες αἱ συνακολουθήσασαι αὐτῷ ἀπὸ τῆς
Γαλιλαίας, ὁρῶσαι ταῦτα.
Λουκ. 23,49 Ολοι δε οι γνωστοί του Κυρίου εστέκοντο από μακρυά, όπως
επίσης και αι γυναίκες, που τον είχαν ακολουθήσει από την Γαλιλαίαν, και
έβλεπαν όλα τα περιστατικά της σταυρώσεως.
Λουκ.
23,50 Καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ
ὀνόματι Ἰωσήφ, βουλευτὴς ὑπάρχων καὶ ἀνὴρ
ἀγαθὸς καὶ δίκαιος - Λουκ. 23,50 Και ιδού, εμφανίζεται ένας άνθρωπος που ελέγετο Ιωσήφ, ο
οποίος ήτο βουλευτής, μέλος δηλαδή του συνεδρίου, άνθρωπος αγαθός και δίκαιος.
Λουκ.
23,51 οὗτος οὐκ ἦν
συγκατατεθειμένος τῇ βουλῇ καὶ τῇ πράξει αὐτῶν-
ἀπὸ Ἀριμαθαίας πόλεως τῶν Ἰουδαίων, ὃς
προσεδέχετο καὶ αὐτὸς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ,
Λουκ. 23,51 Αυτός δεν είχε συγκατατεθή εις την απόφασιν του
συνεδρίου και εις την άλλην ενέργειαν των συνέδρων δια την σταύρωσιν του
Χριστού. Αυτός κατήγετο από την Αριμαθαίαν, πόλιν των Ιουδαίων, είχε δε δεχθή
και πιστεύσει στο κήρυγμα περί της βασιλείας του Θεού την οποίαν και επερίμενε.
Λουκ.
23,52 οὗτος προσελθὼν τῷ
Πιλάτῳ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ,
Λουκ. 23,52 Αυτός προσήλθε στον Πιλάτον και εζήτησε το σώμα του
Ιησού.
Λουκ.
23,53 καὶ καθελὼν αὐτὸ
ἐνετύλιξε σινδόνι καὶ ἔθηκεν αὐτὸ ἐν
μνήματι λαξευτῷ, οὗ οὐκ ἦν οὐδεὶς οὐδέπω
κείμενος·
Λουκ. 23,53 Και αφού το κατέβασε από τον σταυρόν, το ετύλιξεν εις
σινδόνι και το έθεσε εις μνημείον σκαλισμένον εις βράχον, μέσα στο οποίον
κανείς ποτέ δεν είχε ταφή.
Λουκ.
23,54 καὶ ἡμέρα ἦν
παρασκευή, σάββατον ἐπέφωσκε.
Λουκ. 23,54 Και ήτο ακόμη ημέρα Πρασκευή. Επλησίαζεν όμως το
Σαββατον, που θα ήρχιζε με την δύσιν του ηλίου.
Λουκ.
23,55 Κατακολουθήσασαι δὲ αἱ
γυναῖκες, αἵτινες ἦσαν συνεληλυθυῖαι αὐτῷ ἐκ
τῆς Γαλιλαίας, ἐθεάσαντο τὸ μνημεῖον καὶ ὡς
ἐτέθη τὸ σῶμα αὐτοῦ,
Λουκ. 23,55 Παρακολουθούσαν δε με προσοχήν αι γυναίκες, που είχαν
έλθει μαζή με τον Ιησούν από την Γαλιλαίαν και είδαν το μνημείον, όπως επίσης
είδαν πως ετέθη το σώμα του εις αυτό σαβανωμένον.
Λουκ.
23,56 ὑποστρέψασαι δὲ ἡτοίμασαν
ἀρώματα καὶ μύρα. καὶ τὸ μὲν σάββατον ἡσύχασαν
κατὰ τὴν ἐντολήν.
Λουκ. 23,56 Αφού δε επέστρεψαν εις την πόλιν, ητοίμασαν πριν δύση ο
ήλιος, αρώματα και ευώδη έλαια. Και κατά μεν τον Σαββατον ησύχασαν και δεν
έκαναν τίποτε, σύμφωνα με την εντολήν περί της σαββατικής αργίας.