Ἀρχιμανδρίτου Σπυρίδωνος
Eγώ,
παππούλη, εἴπε ο κατάδικος δέν θά ἄνοιγα τόν ἑαυτό μου σέ σένα ἄν ἐσύ
δέν ἄγγιζες μέ τά κηρύγματά σου τήν καρδιά μου. Αὐτά πολύ μᾶς συγκινοῦν.Ἔχουν δίκαιο οἱ φυλακισμένοι πού σᾶς ἀγαπᾶνε τόσο πολύ.
Ἑτοιμάζουν καί ἕνα δῶρο γιά σᾶς, μία εἰκόνα. Οἱ φυλακισμένοι θά σᾶς ἀκολουθήσουν ὅπου καί ἄν πᾶτε. Σᾶς ἀγάπησα καί ἐγώ, παππούλη.
Θά ἤθελα νά σᾶς παρακαλέσω κάτι: νά μέ ἐξομολογήσετε καί νά μοῦ δώσετε τήν Θεία Κοινωνία. Ποτέ στή ζωή μου δέν ἔχω μεταλάβει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
– Μήπως, παιδί μου, θέλεις καί νά σέ χρίσω μέ τό Ἅγιο Μῦρο;
– Ναί, θά σᾶς χρωστῶ εὐγνωμοσύνη γι’ αὐτό.
Ἐδῶ μέσα στόν ἴδιο θάλαμο τόν ἔχρισα μέ τό Ἅγιο Μῦρο, τήν δεύτερη μέρα τόν ἐξομολόγησα καί τόν κοινώνησα τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων…
Σέ ἕνα χρόνο, κατά τήν ἐπίσκεψή μου στά κάτεργα τοῦ Νέρτσινσκ, στήν περιοχή τοῦ Ἀγλάτσενσκ, τόν βρῆκα ἄρρωστο.