Αγαπητοί μου, σ’ ἕνα μουσεῖο ὑπάρχει ἕνας ζωγραφικός πίνακας, μία ἐλαιογραφία, πού παριστάνει μιά καταιγίδα στή θάλασσα. Ἄγρια κύματα, μαῦρα σύννεφα καί ζωηρές λάμψεις αὐλακώνουν τόν οὐρανό. Τά συντρίμμια ἑνός ναυαγίου ἐπιπλέουν στούς ἀφρούς τῆς θάλασσας, καί κάπου - κάπου φαίνεται κανένα χέρι νά βγαίνει ἀπό τή θάλασσα ζητώντας ἀπελπισμένα βοήθεια. Ἔξω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας προβάλλει ἕνας βράχος, πού πάνω του σπάζουν τά κύματα. Σ’ ἕνα κοίλωμα τοῦ βράχου ὑπάρχει λίγη πρασινάδα, καί καθισμένο πάνω της ἕνα ἀγριοπερίστερο κοιτάζει ἤρεμο καί ἀτάραχο τήν καταιγίδα.
Ἡ εἰκόνα αὐτή φανερώνει
τήν εἰρήνη πού βασιλεύει στήν ψυχή τοῦ Χριστιανοῦ, πού μέσα στίς καταιγίδες
τῆς ζωῆς μένει ἤρεμος, ἀτάραχος καί εἰρηνικός, γιατί ἡ εἰρήνη του
εἶναι ὁ Θεός.
Γι’ αὐτό λέει ὁ ἕβδομος μακαρισμός:
«μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι αὐτοὶ υἱοὶ Θεοῦ
κληθήσονται»[1]. Εὐτυχισμένοι εἶναι ἐκεῖνοι πού ἔχουν τήν εἰρήνη,
πού φέρνουν τήν εἰρήνη –αὐτό θά πεῖ εἰρηνοποιός– γιατί αὐτοί
θά ἀποκληθοῦν ″παιδιά τοῦ Θεοῦ ″.