Ἀξιότιμε κ. Διευθυντὰ
Ἐν τῇ ἀγαπητῇ «Ἐνορίᾳ» τῆς 1-5-59 δημοσιεύεται (ἢ μᾶλλον
ἀναδημοσιεύεται) ἄρθρον τοῦ κ. Τσαταλοῦ περὶ ἀναδιοργανώσεως τῆς
Ἐκκλησίας, ἐν ᾦ, μεταξὺ ἄλλων ὀρθοτάτων ἐν πολλοῖς παρατηρήσεων, ὑπάρχει
καὶ τις, εὐγενὴς πάντως, ἐπίκρισις ἐναντίον ὡρισμένων Κληρικῶν, διότι
«κατὰ γενικὸν κανόνα ἀποφεύγουν τὴν ἀρχιερωσύνην». Ἂς μοι ἐπιτρέψῃ ὁ
καλὸς ἀρθρογράφος μίαν ὀξείαν διαφωνίαν ἐν τῷ προκειμένῳ ζητήματι.
Οἱ Κληρικοὶ οὗτοι, καθὼς καὶ πάντες οἱ μὴ συγκινούμενοι ἐκ τῶν
ἀξιωμάτων Κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, δὲν εἶνε ἀξιόμεμπτοι, ἀλλ’ ἀξιέπαινοι.
Ἐὰν βεβαίως ὁ ἀρθρογράφος γνωρίζη συγκεκριμένας περιπτώσεις καθ’ ἅς οἱ
ἐπικρινόμενοι Κληρικοὶ ἐστρατολογήθησαν καὶ ἐβιάσθησαν ἴνα ἀνέλθωσιν εἰς
ἀξίωμα καὶ οὗτοι ἀντέταξαν μέχρι τέλους ἄρνησιν, τότε δικαιολογεῖται
ποιὰ τις ἐπίκρισις αὐτῶν. Ἀλλ’ ὑπάρχουσι τοιαῦται περιπτώσεις;…
Εἶνε λοιπὸν ὀρθὸν νὰ ἐπικρίνωμεν Κληρικούς, διότι, φειδόμενοι τῆς
χριστιανικῆς αὐτῶν ἀξιοπρεπείας, ἅμα δὲ καὶ πιστεύοντες ὅτι «οὒχ ἐαυτῷ
τὶς λαμβάνει τὴν τιμήν, ἀλλὰ καλούμενος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, καθάπερ καὶ Ἀαρών»
(Ἑβρ. ε’ 4), δὲν ἐκλιπαροῦσι τὴν ἄνοδον αὐτῶν εἰς ὑψηλὰς θέσεις, ἀλλὰ
μένουσιν «ἐν ᾦ ἐκλήθησαν» καὶ ἐκεῖθεν ἐργάζονται διὰ τὴν δόξαν τοῦ
Κυρίου, «μὴ τὰ ὑψηλὰ φρονοῦντες, ἄλλα τοῖς ταπεινοῖς συναπαγόμενοι»
(Ρώμ. ιβ’ 16);
Ἡ ἐπιθυμία καὶ μάλιστα ἡ ἐπιδίωξις ἀξιωμάτων εἶνε πράγμα ΑΝΑΡΜΟΣΤΟΝ εἰς τὸν ἐργάτην τοῦ Εὐαγγελίου (διατὶ δὲ ὄχι καὶ εἰς πάντα χριστιανόν;). Καὶ εἶνε τοιοῦτον, διότι: