Τήν περασμένη φορά εἴχαμε ἀναφερθεῖ στόν πρῶτο μακαρισμό, καί ἀπόψε, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ,
θά μιλήσουμε γιά τόν δεύτερο.
Ὁ Κύριος λέει: «Μακάριοι
οἱ πενθοῦντες , ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται»[1]. Εἶναι εὐτυχισμένοι ἐκεῖνοι πού πενθοῦν, γιατί
αὐτοί θά παρηγορηθοῦν.
Ὁμολογουμένως ὑπάρχουν
παράδοξα σχήματα μέσα στόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Εἶναι εὐτυχεῖς, λέει, ἐκεῖνοι πού πενθοῦν. Δέν εἶναι ἀντιφατικό; Πῶς μπορεῖ κανείς νά εἶναι εὐτυχισμένος,
ὅταν πενθεῖ, ὅταν λυπᾶται; Ἡ λύπη, ὁ πόνος, τό πένθος εἶναι στοιχεῖα
πού ἀντιστρατεύονται στή μακαριότητα, δηλαδή στήν εὐτυχία. Καί, ἀκόμα,
πῶς μακαρίζει ὁ Κύριος τό πένθος –ἡ λέξη πένθος ἔχει εὐρεῖα σημασία– ὅταν ὁ ἴδιος ἔχει φυτέψει μέσα στήν ἀνθρώπινη
ψυχή τήν ἀναζήτηση τῆς εὐτυχίας; Ὁ ἄνθρωπος φύσει, δηλαδή ἀπό τή φύση του, ἀναζητᾶ
τήν εὐτυχία, γιατί ἀκριβῶς αὐτή ἡ ἀναζήτηση εἶναι φυτεμένη μέσα
του. Μή ξεχνᾶμε βέβαια ὅτι καί ὁ παλιός Παράδεισος, ὁ ἀρχαῖος, δέν ἦταν
παρά ἕνας τόπος εὐτυχίας. Ὡστόσο ἐδῶ ὁ Κύριος ἐπιμένει, καί θά δοῦμε
γιατί ἀκριβῶς ἐπιμένει.