Τοιουτοτρόπως οι Ορθόδοξοι και οι
αιρετικοί χρησιμοποιούν αμφοτέρας, την Παλαιάν και την Καινήν Διαθήκην
άνευ διακρίσεως, δια ν’ αποδείξουν αν οι προφήται και οι απόστολοι είδαν
μίαν κτιστήν ή άκτιστον θείαν υπόστασιν ή πρόσωπον του Χριστού. Η
επιχειρηματολογία είναι απλή. Αμφότεροι αι πλευραί καταγράφουν όλας τας
δυνάμεις και ενεργείας του Θεού τας αναγραφομένας εις την Βίβλον. Κάνουν
το ίδιο δια τον Άγγελον – Λόγον – Μονογενή Υιόν. Τότε συγκρίνουν αυτάς
να ιδούν εάν ταυτίζωνται ή όχι. Αυταί αι ενέργειαι δεν αρκεί να είναι
απλώς όμοιαι, αλλά να είναι ταυτόν.
Αμφότεροι, Ορθόδοξοι και Αρειανοί,
συνεφώνουν πλήρως με την κληρονομηθείσαν παράδοσιν, της Παλαιάς
Διαθήκης, μαρτυρουμένην δια των αποστόλων και Αγίων, εις τους οποίους ο
Θεός αποκαλύπτει την δόξαν Του, εν τω Ενσαρκωθέντι Υιώ Του, διότι τα
κτίσματα δεν ημπορούν να γνωρίζουν την άκτιστον ουσίαν του Θεού και
διότι μεταξύ ακτίστου και κτιστού εκ του μη όντος ουδεμία ομοιότης
υπάρχει.