Μ' αὐτά τά λόγια κι ἄλλα περισσότερα προσευχήθηκε
ὁ ὅσιος κι ἔπειτα ἡσύχασε.
Τότε παρουσιάστηκε ἄγγελος
Κυρίου καί τοῦ εἶπε:
-Εὐφραίνου, εὐφραίνου!
Αὐτός, πού ὑποσχέθηκε πώς θά ἔρθει κοντά σου, εἶναι ἀψευδής.
Ὁ ἅγιος καταχάρηκε, πού
ὁ Θεός τόν βεβαίωσε καί γι’ αὐτό....
Ἀντήχησε τό τάλαντο. Ὅλοι
μαζεύτηκαν στήν ἐκκλησία.
Στό μεταξύ ὁ ὅσιος ἄρχισε
νά ψήνεται στόν πυρετό.
Σέ μιά στιγμή συνῆλθε
λίγο καί μοῦ λέει:
-Στρῶσε, παιδί μου,
χάμω τό ψαθί.
Μόλις τό ἔστρωσα, ἐκεῖνος
ἔγειρε ἐκεῖ καί ἄρχισε νά μουρμουρίζει κάτι πού δέν τό καταλάβαινα.
Ὅταν ξημέρωσε,
μαζεύτηκαν ὅλοι οἱ κληρικοί, μέ ἐπικεφαλής τόν Μέγα Ἀθανάσιο, καθώς καί πλῆθος
χριστιανῶν τῆς πόλης. Κάθησαν γύρω του οἱ ἄρχοντες καί ὁ ἀρχιεπίσκοπος, πού ἦταν
καταλυπημένος γιά τήν ἀναχώρηση τοῦ ὁσίου. Ὁ πυρετός τόν εἶχε καταβάλει.
Κάποια στιγμή ρωτάει ὁ
μακάρος Ἀθανάσιος τόν ὅσιο: