Εἶναι λοιπόν μία λύπη, ἡ
κατά Θεόν, πού γρήγορα ὁδηγεῖ στή χαρά. Ἔτσι εἶναι καί ὁ πνευματικός τοκετός, πού ἰδιαιτέρως
μάλιστα ἀναλύεται ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Μιά πολύ-πολύ
ὡραία ἀνάλυση κάνει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στό Ἑορτοδρόμιο· ἀλλά καί στήν Ἁγία Γραφή ἀναφέρεται ἀπό τήν ὠδή τοῦ Ἡσαΐου ὡς ἑξῆς:
«Διὰ τὸν φόβον σου, Κύριε,
ἐν γαστρὶ ἐλάβομεν καὶ ὠδινήσαμεν καὶ ἐτέκομεν· πνεῦμα σωτηρίας
σου ἐποιήσαμεν ἐπὶ τῆς γῆς»[1]. Δηλαδή: Πήραμε τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, τόν
βάλαμε μέσα μας , σάν σπέρμα , κοιλοπονήσαμε –ὠδινήσαμε εἶναι οἱ ὠδίνες
τοῦ τοκετοῦ, οἱ πόνοι πού ἔχει ἡ γυναίκα ὅταν πλησιάζει ἡ ὥρα νά γεννήσει–
καί γεννήσαμε πνεῦμα σωτηρίας.