4 Ιανουαρίου 1989
Τόσα χρόνια πέρασαν και ο διάβολος δεν
μετανόησε! Χειρότερος γίνεται. Προσπαθεί τώρα να πάρει όλο τον κόσμο με
το μέρος του. Σου λέει ο Θεός είναι εύσπλαγχνος. Θα λυπηθεί στο τέλος
τον κόσμο Του και έτσι θα με πάρει και μένα το σχέδιο! Όταν ήμουν στο
κελί του παπα-Τύχωνα, λυπήθηκα το Διάβολο. Άγγελος ήταν και που
κατήντησε το πλάσμα του Θεού, σκεφτόμουν. Με πήραν τα δάκρυα και έπεσα
στη γή και προσευχόμουν γι’ αυτόν. Και όπως είχα το κεφάλι μου στο χώμα,
κάνω έτσι στο πλάϊ και τον βλέπω δίπλα μου, φανερά δηλαδή, να με
μουντζώνει. Ένα άγριο κεφάλι, με κάτι ρουθούνια, με κάτι σουβλερά
δόντια, φωτιές πετούσαν τα μάτια και το στόμα, και με μούντζωνε, εγώ
προσευχόμουν γι’ αυτόν και αυτός με μούντζωνε. Αυτό το επέτρεψε ο Θεός
για να καταλάβω την κακία του, δηλαδή, ότι δεν μετανοεί.
Και ο Ιούδας το ίδιο έκανε. Ήξερε ότι ο
Χριστός θα ελευθερώσει τους πεθαμένους από τον Άδη. Σου λέει, θα πάω και
γώ πριν, να με πάρη και μένα μαζί Του.
— Δηλαδή, γέροντα, και αυτός τη σωτηρία του γύρευε;
— Είναι τρόπος αυτός, βρέ παιδί μου;
Αντί να πάει να ζητήσει συγνώμη από τον Χριστό, πάλι πονηρά πήγαινε. Και
να δείς η ευσπλαγχνία του Θεού λύγισε τη συκιά και ακούμπησαν τα πόδια,
για να μην ακουμπάνε κάτω και τιναζόταν. Όλα αυτά για να μην πάει να
πεί ένα συγχώρεσε. Πά-πά-πά, ναί βρέ παιδί μου…