Ἀπόστολος: ( Β΄ Θεσ. β΄ 13 - γ΄ 5)
Β Θεσ. 2,13 Ἡμεῖς δὲ
ὀφείλομεν εὐχαριστεῖν τῷ Θεῷ πάντοτε περὶ ὑμῶν,
ἀδελφοὶ ἠγαπημένοι ὑπὸ Κυρίου, ὅτι εἵλετο
ὑμᾶς ὁ Θεὸς ἀπ᾿ ἀρχῆς εἰς
σωτηρίαν ἐν ἁγιασμῷ Πνεύματος καὶ πίστει ἀληθείας,
Β Θεσ. 2,13 Ημείς όμως, αδελφοί, οφείλομεν να ευχαριστούμεν τον
Θεόν πάντοτε δια σας, που έχετε αγαπηθή από τον Κυριον, διότι σας εξέλεξεν ο
Θεός απ' αρχής, δια να δεχθήτε την σωτηρίαν με τον αγιασμόν, που χορηγεί το
Αγιον Πνεύμα, και την πίστιν και την παραδοχήν της αληθείας του Θεού.
Β Θεσ. 2,14 εἰς ὃ ἐκάλεσεν
ὑμᾶς διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἡμῶν εἰς
περιποίησιν δόξης τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Β Θεσ. 2,14 Εις την σωτηρίαν δε αυτήν σας εκάλεσε με το Ευαγγέλιον
που ημείς κηρύττομεν, δια να αποκτήσετε έτσι ως μόνομον ιδικόν σας θησαυρόν την
δόξαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Β Θεσ. 2,15 Ἄρα οὖν, ἀδελφοί,
στήκετε, καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις ἃς ἐδιδάχθητε
εἴτε διὰ λόγου εἴτε δι᾿ ἐπιστολῆς ἡμῶν.
Β Θεσ. 2,15 Αρα, λοιπόν, αδελφοί, σταθήτε στερεοί και αμετακίνητοι
και κρατείτε σφικτά τας παραδόσεις, που έχετε διδαχθη είτε με το προφορικόν μας
κήρυγμα, είτε με επιστολήν μας.
Β Θεσ. 2,16 Αὐτὸς δὲ
ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ὁ
Θεὸς καὶ πατὴρ ἡμῶν, ὁ ἀγαπήσας ἡμᾶς
καὶ δοὺς παράκλησιν αἰωνίαν καὶ ἐλπίδα ἀγαθὴν
ἐν χάριτι,
Β Θεσ. 2,16 Αυτός δε ο Κυριος ημών Ιησούς Χριστός και ο Θεός και
Πατήρ ημών, ο οποίος τόσον πολύ μας ηγάπησε και έδωκε παρηγορίαν αιωνίαν και
ανεξάντλητον και μας εχορήγησε με την χάριν του την ελπίδα των αγαθών του
ουρανού,
Β Θεσ. 2,17 παρακαλέσαι ὑμῶν
τὰς καρδίας καὶ στηρίξαι ὑμᾶς ἐν παντὶ λόγῳ
καὶ ἔργῳ ἀγαθῷ.
Β Θεσ. 2,17 είθε να παρηγορήση τας καρδίας σας και να στηρίξη εις
κάθε διδασκαλίαν του και εις κάθε έργον αγαθόν.
Β Θεσ. 3,1 Τὸ λοιπόν,
προσεύχεσθε, ἀδελφοί, περὶ ἡμῶν, ἵνα ὁ
λόγος τοῦ Κυρίου τρέχῃ καὶ δοξάζηται, καθὼς καὶ
πρὸς ὑμᾶς,
Β Θεσ. 3,1 Εν τέλει, αδελφοί, σς λέγομεν τούτο· προσεύχεσθε για
μας, δια να απλώνεται παντού, χωρίς εμπόδια, ο λόγος του Κυρίου και να
δοξάζεται από τους ανθρώπους, καθώς απλώνεται και δοξάζεται και μεταξύ σας.
Β Θεσ. 3,2 καὶ ἵνα ῥυσθῶμεν
ἀπὸ τῶν ἀτόπων καὶ πονηρῶν ἀνθρώπων·
οὐ γὰρ πάντων ἡ πίστις.
Β Θεσ. 3,2 Προσεύχεσθε ακόμη να απαλλαγώμεν και γλυτώσωμεν από
τους αδίκους και πονηρούς ανθρώπους. Διότι, η πίστις δεν γίνεται από όλους
δεκτή, αλλ' από εκείνους που έχουν την αγαθήν διάθεσιν.
Β Θεσ. 3,3 πιστὸς δέ ἐστιν
ὁ Κύριος, ὃς στηρίξει ὑμᾶς καὶ φυλάξει ἀπὸ
τοῦ πονηροῦ.
Β Θεσ. 3,3 Είναι δε αξιόπιστος ο Κυριος, ο οποίος θα σας
στηρίξη εις την ορθήν πίστιν, και θα σας προφυλάξη από τας δολίας επιβουλάς του
πονηρού.
Β Θεσ. 3,4 Πεποίθαμεν δὲ ἐν
Κυρίῳ ἐφ᾿ ὑμᾶς ὅτι ἃ παραγγέλλομεν ὑμῖν
καὶ ποιεῖτε καὶ ποιήσετε.
Β Θεσ. 3,4 Εχομεν δε δια σας πεποίθησιν, την οποίαν μας εμπνέει
ο Κυριος, ότι εκείνα, που σας παραγγέλλομεν, και τώρα τα εφαρμόζετε και στο
μέλλον θα τα εφαρμόζετε.
Β Θεσ. 3,5 Ὁ δὲ Κύριος
κατευθύναι ὑμῶν τὰς καρδίας εἰς τὴν ἀγάπην
τοῦ Θεοῦ καὶ εἰς τὴν ὑπομονὴν τοῦ
Χριστοῦ.
Β Θεσ. 3,5 Είθε δε ο Κυριος να καθοδηγή τας καρδίας σας εις την
αγάπην προς τον Θεόν και εις την υπομονήν, την οποίαν ο Χριστός μας έχει
παρουσιάσει.
Λουκ.
16,1 Ἔλεγε
δὲ καὶ πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ· ἄνθρωπός
τις ἦν πλούσιος, ὃς εἶχεν οἰκονόμον, καὶ οὗτος
διεβλήθη αὐτῷ ὡς διασκορπίζων τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ
Λουκ. 16,1 Ελεγε δε προς τους μαθητάς του και άλλην παραβολήν,
δια να καταδικάση την φιλαργυρίαν, από την οποία εκυριαρχούντο οι Φαρισαίοι·
“ένας άνθρωπος, είπε, ήτο πλούσιος και είχε διαχειριστήν εις την περιουσίαν
του. Και αυτός ο διαχειριστής κατηγορήθηκε στον κύριον, ότι του διασκορπίζει
και σπαταλά την περιουσίαν του.
Λουκ.
16,2 καὶ
φωνήσας αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· τί τοῦτο ἀκούω
περὶ σοῦ; ἀπόδος τὸν λόγον τῆς οἰκονομίας σου·
οὐ γὰρ δύνῃ ἔτι οἰκονομεῖν.
Λουκ. 16,2 Και ο κύριος τον εφώναξε και του είπε· Τι είναι αυτό
που ακούω εναντίον σου; Δος μου λογαριασμόν της διαχειρίσεώς σου, διότι δεν
ημπορείς πλέον να είσαι διαχειριστής μου.
Λουκ.
16,3 εἶπε
δὲ ἐν ἑαυτῷ ὁ οἰκονόμος· τί ποιήσω, ὅτι
ὁ κύριός μου ἀφαιρεῖται τὴν οἰκονομίαν ἀπ᾿
ἐμοῦ; σκάπτειν οὐκ ἰσχύω, ἐπαιτεῖν αἰσχύνομαι·
Λουκ. 16,3 Είπε δε από μέσα του ο οικονόμος· Τι να κάμω τώρα,
που μου αφαιρεί ο κύριός μου την διαχείρισιν; Να σκάπτω δεν ημπορώ, να
ζητιανεύω εντρέπομαι.
Λουκ.
16,4 ἔγνων
τί ποιήσω, ἵνα, ὅταν μετασταθῶ ἐκ τῆς οἰκονομίας,
δέξωνταί με εἰς τοὺς οἴκους ἑαυτῶν.
Λουκ. 16,4 Ευρήκα τι θα κάμω, ώστε όταν θα με διώξουν από την
διαχείρισιν και από το σπίτι του κυρίου μου, να με δεχθούν άλλοι γνωστοί μου
άνθρωποι εις τα σπίτια των.
Λουκ.
16,5 καὶ
προσκαλεσάμενος ἕνα ἕκαστον τῶν χρεωφειλετῶν τοῦ
κυρίου ἔλεγε τῷ πρώτῳ· πόσον ὀφείλεις σὺ τῷ
κυρίῳ μου;
Λουκ. 16,5 Και αφού επροσκάλεσε καθένα από τους χρεωφειλέτας
του κυρίου του χωριστά, είπε στον πρώτον· Ποσα χρεωστάς συ στον κύριόν μου;
Λουκ.
16,6 ὁ
δὲ εἶπεν· ἑκατὸν βάτους ἐλαίου. καὶ εἶπεν
αὐτῷ· δέξαι σου τὸ γράμμα καὶ καθίσας ταχέως
γράψον πεντήκοντα.
Λουκ. 16,6 Εκείνος δε απήντησεν· Τρισήμισυ περίπου χιλιάδες κιλά
λάδι. Και του είπε ο διαχειριστής· Παρε το γραμμάτιόν σου, κάθισε και γράψε
γρήγορα ότι χρεωστάς τα μισά.
Λουκ.
16,7 ἔπειτα
ἑτέρῳ εἶπε· σὺ δὲ πόσον ὀφείλεις; ὁ
δὲ εἶπεν· ἑκατὸν κόρους σίτου. καὶ λέγει αὐτῷ·
δέξαι σου τὸ γράμμα καὶ γράψον ὀγδοήκοντα.
Λουκ. 16,7 Επειτα δε είπε εις άλλον· Συ πόσα χρεωστάς; Εκείνος
δε απήντησε· τεσσερεσήμισυ και πλέον χιλιάδες κιλά σιτάρι. Και ο διαχειριστής
του είπε· Παρε το γραμμάτιόν σου και γράψε ότι χρεωστάς τρισήμισυ χιλιάδες
κιλά.
Λουκ.
16,8 καὶ
ἐπῄνεσεν ὁ κύριος τὸν οἰκονόμον τῆς ἀδικίας,
ὅτι φρονίμως ἐποίησεν· ὅτι οἱ υἱοὶ τοῦ
αἰῶνος τούτου φρονιμότεροι ὑπὲρ τοὺς υἱοὺς
τοῦ φωτὸς εἰς τὴν γενεὰν τὴν ἑαυτῶν
εἰσι.
Λουκ. 16,8 Και ο κύριος επήνεσε τον άδικον και αναξιόπιστον
αυτόν διαχειριστήν, διότι εις την περίστασιν αυτήν ενήργησε άδικα μεν, αλλά δια
τον εαυτόν του συνετά”. Και επρόσθεσεν ο Κυριος· “οι αμαρτωλοί άνθρωποι του
κόσμου τούτου, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα συμφέροντά των, αποδεικνύονται
εις την γενεάν των συνετώτεροι και προνοητικώτεροι από τα τέκνα του φωτός, από
εκείνους που έχουν φωτισθή από την αλήθειαν του Θεού.
Λουκ.
16,9 κἀγὼ
ὑμῖν λέγω· ποιήσατε ἑαυτοῖς φίλους ἐκ τοῦ
μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας, ἵνα, ὅταν ἐκλίπητε,
δέξωνται ὑμᾶς εἰς τὰς αἰωνίους σκηνάς.
Λουκ. 16,9 Και εγώ σας λέγω τούτο· μιμηθήτε στον τρόπον της
ενεργείας τον άδικον οικονόμον. Οσοι έχετε μεγάλας περιουσίας, αι οποίαι κατά
κανόνα αποκτώνται με αδικίας, αφού μετανοήσετε, κάμετε έργα καλά με τα χρήματα
αυτά της αδικίας, αποκτήσατε φίλους με τας αγαθοεργίας σας, ώστε οι φίλοι σας
αυτοί να σας υποδεχθούν εις την αιωνίαν ζωήν, όταν φύγετε από τον κόσμον αυτόν.