|
Προσευχόταν
πάλι μιά μέρα, ὅταν ὁ νοῦς του πῆγε στό θάνατό του καί στήν ἀναχώρησή του γιά
τήν ἄλλη ζωή. Κι ἐνῶ συλλογιζόταν ἐκείνη τή μεγάλη καί φοβερή ὥρα, ἔπεσε σέ ἔκσταση.
Βλέπει τότε μιά μεγάλη
θάλασσα, ὅπου κολυμποῦσαν ἀναρίθμητοι ἄνθρωποι. Ὅλοι ἔδειχναν πώς ἀγωνίζονταν
νά φτάσουν σέ κάποια ἀκτή, πού βρισκόταν ἀπέναντι, ἀρκετά μακριά. Μερικοί ὅμως,
καθώς κολυμποῦσαν, σήκωναν στούς ὤμους τους τεράστια φορτία –πέτρες, λάσπη,
ξύλα, στάχτη, μπακίρι, χρυσάφι..., ὅλα τά ὑλικά τοῦ κόσμου. Οἱ πιό πολλοί ἀπ’ αὐτούς-
ἀλίμονο! –πνίγονταν κάτω ἀπ’ τό βάρος τοῦ φορτίου τους. Ἄλλοι πάλι σήκωναν
μικρά φορτία, κολυμπώντας ὅμως μάζευαν κι ἄλλα πράγματα. Κι ἐνῶ οἱ ταλαίπωροι
βούλιαζαν, πρόσθεταν συνέχεια βάρος στό φορτίο τους, ὥσπου πνίγονταν κι αὐτοί!