Α Τιμ. 4,4 ὅτι πᾶν
κτίσμα Θεοῦ καλόν, καὶ οὐδὲν ἀπόβλητον μετὰ
εὐχαριστίας λαμβανόμενον·
Α Τιμ. 4,4 Διότι κάθε τι, που έκτισεν ο Θεός και το έδωσε προς
τροφήν στους ανθρώπους, είναι καλόν και κανένα από αυτά δεν είναι μολυσμένον
και άξιον περιφρονήσεως, αρκεί μόνον να λαμβάνεται με ευγνωμοσύνην και
ευχαριστίαν προς τον Θεόν.
Α Τιμ. 4,5 ἁγιάζεται γὰρ
διὰ λόγου Θεοῦ καὶ ἐντεύξεως.
Α Τιμ. 4,5 Διότι κάθε τι προς τροφήν γίνεται καθαρόν και άγιον
με τον λόγον και την προσευχήν μας προς τον Θεόν.
Α Τιμ. 4,6 Ταῦτα ὑποτιθέμενος
τοῖς ἀδελφοῖς καλὸς ἔσῃ διάκονος Ἰησοῦ
Χριστοῦ, ἐντρεφόμενος τοῖς λόγοις τῆς πίστεως καὶ
τῆς καλῆς διδασκαλίας ᾗ παρηκολούθηκας.
Α Τιμ. 4,6 Εάν αυτά προσφέρης στους αδελφούς και τα θέτης
πάντοτε υπ' όψιν των, θα αναδειχθής ο καλός διάκονος του Ιησού Χριστού, που θα
τρέφεσαι συγχρόνως με τα λόγια της φωτισμένης πίστεως και της υγιούς
διδασκαλίας, την οποίαν έχεις παρακολουθήσει.
Α Τιμ. 4,7 τοὺς δὲ
βεβήλους καὶ γραώδεις μύθους παραιτοῦ, γύμναζε δὲ σεαυτὸν
πρὸς εὐσέβειαν·
Α Τιμ. 4,7 Αφινε κατά μέρος και μη δίδης σημασίαν στους
ανιέρους και τους ακαθάρτους μύθους, με τους οποίους μόνον ωρισμένα γραΐδια
ευρίσκουν ευχαρίστησιν να ασχολούνται. Να γυμνάζης δε, να ασκής και να
συνηθίζης τον ευατόν σου εις την αληθινήν ευσέβειαν.
Α Τιμ. 4,8 ἡ γὰρ
σωματικὴ γυμνασία πρὸς ὀλίγον ἐστὶν ὠφέλιμος,
ἡ δὲ εὐσέβεια πρὸς πάντα ὠφέλιμός ἐστιν, ἐπαγγελίαν
ἔχουσα ζωῆς τῆς νῦν καὶ τῆς μελλούσης.
Α Τιμ. 4,8 Διότι η μεν σωματική γυμναστική και εξάσκησις ολίγον
χρόνον και εις μικρά ζητήματα είναι ωφέλιμος, διότι αναφέρεται στο φθαρτόν
μόνον σώμα. Η ευσέβεια όμως είναι ωφέλιμος εις όλα, εις την ψυχήν και στο σώμα,
διότι υπόσχεται και προσφέρει αγαθά, δια την παρούσαν και την μέλουσα ζωήν.
Α Τιμ. 4,16 ἔπεχε σεαυτῷ
καὶ τῇ διδασκαλίᾳ, ἐπίμενε αὐτοῖς· τοῦτο
γὰρ ποιῶν καὶ σεαυτὸν σώσεις καὶ τοὺς ἀκούοντάς
σου.
Α Τιμ. 4,16 Να αγρυπνής και να παρακολουθής με προσοχήν τον ευτόν
σου και την διδασκαλίαν σου. Επίμενε εις αυτά, διότι όταν κάμνης αυτό, που σου
συνιστώ, θα σώσης και τον εαυτόν σου και εκείνους που σε ακούουν.
Λουκ.
19,12 εἶπεν οὖν· ἄνθρωπός
τις εὐγενὴς ἐπορεύθη εἰς χώραν μακρὰν λαβεῖν
ἑαυτῷ βασιλείαν καὶ ὑποστρέψαι.
Λουκ. 19,12 Είπε λοιπόν· “ένας άνθρωπος ευγενούς καταγωγής, επήγεν
εις μακρυνήν χώραν, δια να πάρη βασιλείαν και κατόπιν να επιστρέψη.
Λουκ.
19,13 καλέσας δὲ δέκα δούλους
ἑαυτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς δέκα μνᾶς καὶ εἶπε
πρὸς αὐτούς· πραγματεύσασθε ἐν ᾧ ἔρχομαι.
Λουκ. 19,13 Αφού δε εκάλεσε δέκα δούλους του, τους έδωσε δέκα
μνας, μίαν στον καθένα, δηλαδή εκατό περίπου δραχμάς της εποχής εκείνης, και
τους είπε· Εμπορευθήτε με τα χρήματα αυτά, έως ότου έλθω, οπότε και θα μου
δώσετε λογαριασμόν.
Λουκ.
19,14 οἱ δὲ πολῖται
αὐτοῦ ἐμίσουν αὐτόν, καὶ ἀπέστειλαν
πρεσβείαν ὀπίσω αὐτοῦ λέγοντες· οὐ θέλομεν τοῦτον
βασιλεῦσαι ἐφ᾿ ἡμᾶς.
Λουκ. 19,14 Οι συμπολίται του όμως τον εμισούσαν και αμέσως μόλις
αυτός ανεχώρησε, έστειλαν μίαν επιτρπήν και έλεγαν· Δεν θέλομεν να γίνη αυτός
βασιλεύς μας.
Λουκ.
19,15 καὶ ἐγένετο ἐν
τῷ ἐπανελθεῖν αὐτὸν λαβόντα τὴν βασιλείαν,
καὶ εἶπε φωνηθῆναι αὐτῷ τοὺς δούλους
τούτους οἷς ἔδωκε τὸ ἀργύριον, ἵνα ἐπιγνῷ
τίς τί διεπραγματεύσατο.
Λουκ. 19,15 Και όταν αυτός επέστρεψε, αφού πλέον είχε λάβει την
βασιλείαν, είπε να φωνάξουν τους δούλους του, στους οποίους είχε δώσει τα
χρήματα δια να μάθη τι ο καθένας των εμπορεύθηκε και τι εκέρδησε.
Λουκ.
19,16 παρεγένετο δὲ ὁ
πρῶτος λέγων· κύριε, ἡ μνᾶ σου προσειργάσατο δέκα μνᾶς.
Λουκ. 19,16 Ηρθε ο πρώτος και είπε· Κυριε, η μνα σου εκέρδησε δέκα
άλλας μνας.
Λουκ.
19,17 καὶ εἶπεν αὐτῷ·
εὖ, ἀγαθὲ δοῦλε! ὅτι ἐν ἐλαχίστῳ
πιστὸς ἐγένου, ἴσθι ἐξουσίαν ἔχων ἐπάνω
δέκα πόλεων.
Λουκ. 19,17 Και είπεν εις αυτόν ο Κυριος· Εύγε καλέ και πιστέ
δούλε. Επειδή δε εδείχθης εις τα ολίγα, που σου έδωσα, αξιόπιστος, σου δίνω
τώρα εξουσίαν επάνω εις δέκα πόλεις.
Λουκ.
19,18 καὶ ἦλθεν ὁ
δεύτερος λέγων· κύριε, ἡ μνᾶ σου ἐποίησε πέντε μνᾶς.
Λουκ. 19,18 Και ήλθεν ο δεύτερος λέγων· Κυριε, η μνα σου έφερε ως
κέρδος άλλας πέντε μνας.
Λουκ.
19,19 εἶπε δὲ καὶ
τούτῳ· καὶ σὺ γίνου ἐπάνω πέντε πόλεων.
Λουκ. 19,19 Είπε και στον πιστόν αυτόν δούλον ο κύριος· και συ
γίνε διοικητής επάνω εις πέντε πόλεις.
Λουκ.
19,20 καὶ ἕτερος ἦλθε
λέγων· κύριε, ἰδοὺ ἡ μνᾶ σου, ἣν εἶχον
ἀποκειμένην ἐν σουδαρίῳ.
Λουκ. 19,20 Και άλλος δούλος ήλθε λέγων· Κύριε, ιδού η μνα, που μου
έδωσες, την οποίαν είχα φυλαγμένην και ασφαλισμένην εις ένα μανδήλι.
Λουκ.
19,21 ἐφοβούμην γάρ σε, ὅτι
ἄνθρωπος αὐστηρὸς εἶ· αἴρεις ὃ οὐκ
ἔθηκας, καὶ θερίζεις ὃ οὐκ ἔσπειρας, καὶ
συνάγεις ὅθεν οὐ διεσκόρπισας.
Λουκ. 19,21 Την εφύλαττα δια να σου την επιστρέψω ασφαλώς, επειδή
σε εφοβούμην, διότι είσαι άνθρωπος σκληρός και απαιτητικός. Παίρνεις ως ιδικόν
σου, εκείνο που δεν έδωσες και θερίζεις χωράφι που δεν έσπειρες, και μαζεύεις
εις αλώνι, στο οποίον δεν εσκόρπισες και δεν ελύχνισες.
Λουκ.
19,22 λέγει αὐτῷ· ἐκ
τοῦ στόματός σου κρινῶ σε, πονηρὲ δοῦλε. ᾔδεις ὅτι
ἄνθρωπος αὐστηρός εἰμι ἐγώ, αἴρων ὃ οὐκ
ἔθηκα, καὶ θερίζων ὃ οὐκ ἔσπειρα, καὶ
συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισα·
Λουκ. 19,22 Είπε δε προς αυτόν ο κύριος· Από τα λόγια σου θα σε
κρίνω, πονηρέ δούλε. Εγνώριζες ότι εγώ είμαι άνθρωπος αυστηρός, που παίρνω ο,τι
δεν έβαλα, και θερίζω εκεί που δεν έσπειρα και μαζεύω εκεί που δεν ελίχνισα.
Λουκ.
19,23 καὶ διατί οὐκ ἔδωκας
τὸ ἀργύριόν μου ἐπὶ τὴν τράπεζαν, καὶ ἐγὼ
ἐλθὼν σὺν τόκῳ ἂν ἔπραξα αὐτό;
Λουκ. 19,23 Τοτε, διατί δεν έδωσες το χρήμα μου εις την τράπεζαν,
ώστε όταν εγώ θα ηρχόμην, να το εισέπραττα μαζή με τον τόκον;
Λουκ.
19,24 καὶ τοῖς παρεστῶσιν
εἶπεν. ἄρατε ἀπ᾿ αὐτοῦ τὴν μνᾶν
καὶ δότε τῷ τὰς δέκα μνᾶς ἔχοντι.
Λουκ. 19,24 Και εις εκείνους, που εστέκοντο εκεί κοντά είπε· Παρτε
από αυτόν την μναν και δώστε την εις εκείνον που έχει τας δέκα μνας.
Λουκ.
19,25 καὶ εἶπον αὐτῷ·
κύριε, ἔχει δέκα μνᾶς.
Λουκ. 19,25 Και εκείνοι του είπαν· Κυριε έχει δέκα μνας.
Λουκ.
19,26 λέγω γὰρ ὑμῖν
ὅτι παντὶ τῷ ἔχοντι δοθήσεται, ἀπὸ δὲ
τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ᾿
αὐτοῦ.
Λουκ. 19,26 Καμετε όπως σας είπα. Διότι σας λέγω τούτο· εις εκείνον
που έχει τα χαρίσματα και τα καλλιεργεί και τα χρησιμοποιεί όπως πρέπει, θα
δοθή ακόμη περισσότερον. Από εκείνον όμως που δεν έχει ούτε ελάχιστον καλόν
έργον να παρουσιάση, θα του αφαιρεθή και το μικρόν χάρισμα, που έχει.
Λουκ.
19,27 πλὴν τοὺς ἐχθρούς
μου ἐκείνους, τοὺς μὴ θελήσαντάς με βασιλεῦσαι ἐπ᾿
αὐτούς, ἀγάγετε ὧδε καὶ κατασφάξατε αὐτοὺς ἔμπροσθέν
μου.
Λουκ. 19,27 Οσον δε δια τους εχθρούς μου εκείνους που δεν με ήθελαν
βασιλέα των, φέρετέ τους εδώ και κατασφάξατέ τους εμπρός μου”.
Λουκ.
19,28 Καὶ εἰπὼν
ταῦτα ἐπορεύετο ἔμπροσθεν ἀναβαίνων εἰς Ἱεροσόλυμα.
Λουκ. 19,28 Και αφού είπεν αυτά, συνέχισε την πορείαν του,
αναβαίνων εις τα Ιεροσόλυμα.