Ἀπόστολος: ( Α΄ Κορ. ιβ΄ 27 - ιγ΄8 )
Α Κορ. 12,27 Ὑμεῖς δέ ἐστε
σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους.
Α Κορ. 12,27 Σεις, λοιπόν, οι Χριστιανοί είσθε σώμα Χριστού και ο
καθένας σας είναι επί μέρους μέλος, που κατέχει την ταιριαστήν θέσιν δι' αυτόν
και δι' ολον το σώμα.
Α Κορ. 12,28 Καὶ οὓς μὲν
ἔθετο ὁ Θεὸς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πρῶτον
ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις,
εἶτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν.
Α Κορ. 12,28 Και άλλους μεν έθεσεν ο Θεός εις την Εκκλησίαν του πρώτον
μεν αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους· έπειτα άλλους τους έθεσε
εις αναλόγους θέσεις και τους έδωσε την δύναμιν να κάνουν θαύματα, άλλους ώρισε
να έχουν χαρίσματα εις θεραπείαν ασθενειών, εις άλλους έδωσε χαρίσματα
φροντίδος και επιμελείας δια τους πτωχούς και πάσχοντας, χαρίσματα διοικητικά
εις την Εκκλησίαν, χαρίσματα διαφόρων γλωσσών. (Ο καθένας κατά την ικανότητα
του έχει λάβει από τον Θεόν το χάρισμά του και την θέσιν του).
Α Κορ. 12,29 μὴ πάντες ἀπόστολοι;
μὴ πάντες προφῆται; μὴ πάντες διδάσκαλοι; μὴ πάντες
δυνάμεις;
Α Κορ. 12,29 Μηπως όλοι είναι απόστολοι; Μηπως όλοι είναι προφήται;
Μηπως όλοι είναι διδάσκαλοι; Μηπως όλοι έχουν θαυματουργικάς δυνάμεις;
Α Κορ. 12,30 μὴ πάντες χαρίσματα ἔχουσιν
ἰαμάτων; μὴ πάντες γλώσσαις λαλοῦσι; μὴ πάντες
διερμηνεύουσι;
Α Κορ. 12,30 Μηπως όλοι έχουν χαρίσματα θεραπείας ασθενειών; Μηπως
όλοι ομιλούν γλώσσας; Μηπως όλοι έχουν το χάρισμα να ενοούν και να ερμηνεύουν
ξένας γλώσσας;
Α Κορ. 12,31 ζηλοῦτε δὲ τὰ
χαρίσματα τὰ κρείττονα. καὶ ἔτι καθ᾿ ὑπερβολὴν
ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι.
Α Κορ. 12,31 Ολα βέβαια αυτά τα θεόσδοτα χαρίσματα έχουν την αξίαν
των. Να επιθυμήτε όμως σεις με ζήλον και να προσπαθήτε να αποκτήσετε τα
χαρίσματα τα ακόμη καλύτερα. Και σας δείχνω ακόμη ένα εξαίρετον δρόμον, ένα
υπέροχον μέσον, δια να αποκτήσετε τα μεγάλα χαρίσματα. Και αυτό είναι η αγάπη.
Α Κορ. 13,1 Ἐὰν ταῖς
γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων,
ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ
κύμβαλον ἀλαλάζον.
Α Κορ. 13,1 Εάν υποτεθή, ότι έχω τέτοια ικανότητα, ώστε να εννοώ
και να ομιλώ τας γλώσσας των ανθρώπων και των αγγέλων, αλλά δεν έχω αγάπην, έχω
γίνει χαλκός που ηχολογάει η κύμβαλον που αλαλάζει χωρίς να αναδίδη κανένα
μουσικόν φθόγγον.
Α Κορ. 13,2 καὶ ἐὰν ἔχω
προφητείαν καὶ εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν
τὴν γνῶσιν, καὶ ἐὰν ἔχω πᾶσαν τὴν
πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω,
οὐδέν εἰμι.
Α Κορ. 13,2 Και εάν έχω το χάρισμα της προφητείας και γνωρίζω όλα
τα άγνωστα και απόκρυφα μυστήρια και όλην την γνώσιν, που ημπορεί να χωρέση
ποτέ ανθρωπίνη διάνοια, και εάν έχω την πίστιν εις όλην της την πληρότητα, ώστε
με την δύναμίν της να μετακινώ βουνά, δεν έχω όμως αγάπην, δεν είμαι τίποτε.
Α Κορ. 13,3 καὶ ἐὰν
ψωμίσω πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου, καὶ ἐὰν παραδῶ
τὸ σῶμά μου ἵνα καυθήσωμαι, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω,
οὐδὲν ὠφελοῦμαι.
Α Κορ. 13,3 Και εάν διαθέσω όλα μου τα υπάρχοντα, δια να αγοράσω
ψωμιά και θρέψω με τα ίδια μου τα χέρια τους πεινώντας, και εάν παραδώσω το
σώμα μου να καή εις την φωτιά, αλλά δεν έχω αγάπην, τίποτε δεν ωφελούμαι.
Α Κορ. 13,4 Ἡ ἀγάπη
μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ, ἡ
ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται,
Α Κορ. 13,4 Η αγάπη δείχνει μεγαλοψυχίαν και ανεκτικότητα, είναι
ευεργετική και εξυπηρετική. Η αγάπη δεν ζηλεύει και δεν φθονεί. Η αγάπη δεν
φέρεται με αλαζονείαν και αυθάδειαν, δεν υπερηφανεύεται και δεν ξιππάζεται.
Α Κορ. 13,5 οὐκ ἀσχημονεῖ,
οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ
λογίζεται τὸ κακόν,
Α Κορ. 13,5 Δεν κάμνει ποτέ τίποτε το απρεπές και άκοσμον, δεν
ζητεί εγωϊστικώς τα ιδικά της συμφέροντα, δεν εξερεθίζεται εναντίον του άλλου,
δεν βάζει ποτέ κακό στον νου της εναντίον του πλησίον και δεν θέλει να
ενθυμήται το κακόν που της έχει κάμει ο άλλος.
Α Κορ. 13,6 οὐ χαίρει ἐπὶ
τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ·
Α Κορ. 13,6 Δεν χαίρει, όταν βλέπη να γίνεται κάτι το άδικον, και
αν ακόμη με αυτό εξυπηρετούνται τα συμφέροντά της, χαίρει δε όταν βλέπη να
επικρατή η αλήθεια.
Α Κορ. 13,7 πάντα στέγει, πάντα
πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει.
Α Κορ. 13,7 Σκεπάζει και υποφέρει και δικαιολογεί όλα τα
μειονεκτήματα και τα ελατώματα του πλησίον, διότι δεν θέλει ποτέ τον
εξευτελισμόν του. Πιστεύει και δέχεται με εμπιστοσύνην κάθε τι καλόν δια τον
πλησίον. Τα πάντα και πάντοτε ελπίζει δια την διόρθωσιν των παρεκτρεπομένων.
Εις όλα δεικνύει υπομονήν απέναντι του πλησίον.
Α Κορ. 13,8 ἡ ἀγάπη οὐδέποτε
ἐκπίπτει. εἴτε δὲ προφητεῖαι, καταργηθήσονται· εἴτε
γλῶσσαι, παύσονται· εἴτε γνῶσις, καταργηθήσεται.
Α Κορ. 13,8 Η αγάπη δεν ξεπέφτει ποτέ, αλλά μένει σταθερά και αιωνία.
Είτε χαρίσματα προφητειών υπάρχουν τώρα θα έλθη καιρός, που θα καταργηθούν και
δεν θα είναι πλέον χρήσιμα. Είτε χαρίσματα γλωσσολαλιών υπάρχουν, θα παύσουν
και δεν θα έχωμεν πλέον την ανάγκην των είτε η επί μέρους γνώσις και επιστήμη
των ανθρώπων, και αυτή θα καταργηθή, ως μικράς πλέον σημασίας.
Λουκ.
16,19 Ἄνθρωπος
δέ τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ
βύσσον εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς.
Λουκ. 16,19 Ειδικώτερα δε δια τον πλούτον ακούσατε και αυτήν την
παραβολήν· Ενας άνθρωπος ήτο πλούσιος και εφορούσε κόκκινον πανάκριβον ένδυμα
και λευκόν, λινόν πολυτελή χιτώνα. Και κάθε ημέρα ηυφραίνετο με πολυδάπανα
λαμπρά συμπόσια.
Λουκ.
16,20 πτωχὸς
δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν
πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος
Λουκ. 16,20 Εζούσε δε τότε και κάποιος πτωχός ονάματι Λαζαρος, ο
όποιος ήτο παραπεταμένος κοντά εις την μεγάλην εξώπορτα του πλουσίου, γεμάτος
από πληγάς.
Λουκ.
16,21 καὶ
ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν
πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ
καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ.
Λουκ. 16,21 Και αυτός επιθυμούσε να χορτάση την πείνα του από τα
ψίχουλα, που έπιπταν από το τραπέζι του πλουσίου. Και σαν να μην έφθαναν αυτά,
οι σκύλοι έγλειφαν τας πληγάς του γυμνού σχεδόν σώματός του.
Λουκ.
16,22 ἐγένετο
δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι
αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν
κόλπον Ἀβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ
ἐτάφη.
Λουκ. 16,22 Συνέβη δε να πεθάνη ο πτωχός και να μεταφερθή από τους
αγγέλους εις τας αγκάλας του Αβραάμ, στον παράδεισον δηλαδή όπου ο Αβραάμ μαζή
με τους δικαίους αναπαύονται και ευφραίνονται. Επέθανε δε και ο πλούσιος και
ετάφη με πολλήν μεγαλοπρέπειαν. Η ψυχή του όμως κατέβηκε στον Αδην.
Λουκ.
16,23 καὶ
ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς
αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τὸν Ἀβραὰμ
ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ.
Λουκ. 16,23 Και στον Αδην όπου εβασανίζετο, εσήκωσε τα μάτια του
και βλέπει τον Αβραάμ από μακρυά και τον Λαζαρον εις τας αγκάλας του.
Λουκ.
16,24 καὶ
αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με
καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ
δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν
μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ.
Λουκ. 16,24 Και αυτός, που τόσην αδιαφορίαν και σκληρότητα είχε
δείξει, όταν ζούσε εις την γην, εφώναξε τώρα και είπε· Πατερ Αβραάμ,
σπλαγχνίσου με και στείλε τον Λαζαρον να βρέξη την άκρη από το δάκτυλο του στο
νερό και να δροσίση την γλώσσαν μου, διότι πονώ φοβερά μέσα εις την
βασανιστικήν αυτήν φλόγα του Αδου.
Λουκ.
16,25 εἶπε
δὲ Ἀβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ
τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως
τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ
ὀδυνᾶσαι·
Λουκ. 16,25 Είπε δε ο Αβραάμ· Τεκνον, θυμήσου, ότι συ απήλαυσες με
το παραπάνω τα αγαθά σου εις την ζωήν σου και ο Λαζαρος ομοίως εδοκίμασε τα
κακά της φτώχειας και της ασθενείας. Τωρα δε αυτός εδώ παρηγορείται και
ευφραίνετε δια την υπομονήν, που έδειξε στον καιρόν της θλίψεώς του, συ δε κατά
λόγον δικαιοσύνης βασανίζεσαι δια την φιλαυτίαν σου και την σκληρότητα της
καρδίας σου.
Λουκ.
16,26 καὶ
ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν
χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν
πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν
πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν.
Λουκ. 16,26 Και επί πλέον μεταξύ του τόπου, που είμεθα ημείς, και
του τόπου που είσθε σεις, έχει στηριχθή μέγα και ανυπέρβλητον χάσμα, ώστε
εκείνοι που θέλουν να περάσουν από εδώ εις σας να μη ημπορούν ούτε και αυτοί,
που είναι στο μέρος σας να μην ημπορούν να περάσουν προς ημάς.
Λουκ.
16,27 εἶπε
δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν
εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου·
Λουκ. 16,27 Είπε δε ο πλούσιος· Τοτε σε παρακαλώ, πάτερ, να στείλης
τον Λαζαρον στο πατρικό μου σπίτι,
Λουκ.
16,28 ἔχω
γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς,
ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν
τόπον τοῦτον τῆς βασάνου.
Λουκ. 16,28 διότι έχω εκεί πέντε αδελφούς, στείλε τον να τους
διαβεβαιώση δι' αυτά που συμβαίνουν εδώ, ώστε να μη καταντήσουν και αυτοί στον
τόπον τούτον των βασάνων.
Λουκ.
16,29 λέγει
αὐτῷ Ἀβραάμ· ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς
προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν.
Λουκ. 16,29 Λεγει εις αυτόν ο Αβραάμ· Εχουν τον Μωϋσέα και τους
προφήτας· ας ακούσουν αυτών τας μαρτυρίας.
Λουκ.
16,30 ὁ
δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ᾿ ἐάν
τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς,
μετανοήσουσιν.
Λουκ. 16,30 Εκείνος δε είπε· όχι, πάτερ Αβραάμ, δεν θα προσέξουν
την μαρτυρίαν του Μωϋσέως και των προφητών. Αλλά εάν κανείς από τους πεθαμένους
υπάγη προς αυτούς, θα μετανοήσουν.
Λουκ.
16,31 εἶπε
δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν
οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν
ἀναστῇ πεισθήσονται.
Λουκ. 16,31 Είπε δε εις αυτόν ο Αβραάμ· εάν δεν ακούσουν τον
Μωϋσέα και τους προφήτας, δεν θα πεισθούν και αν ακόμη αναστηθή κάποιος εκ
νεκρών”. (Οταν λείπη η καλή διάθεσις ούτε και το μεγαλύτερον θαύμα ημπορεί να
οδηγήση εις πίστιν και μετάνοιαν).