Κάποτε, κατά τη διάρκεια ενός φοβερού χειμώνα όταν ο άγιος Ανδρέας
κειτόταν παγωμένος σε κάποιο δρόμο της πόλης, κοντεύοντας να πεθάνει,
ένιωσε ξαφνικά μία θέρμη μέσα του και είδε ένα εκθαμβωτικό νέο με
πρόσωπο που έλαμπε σαν τον ήλιο, ο οποίος τον οδήγησε στον παράδεισο και
στον τρίτο ουρανό.
«Με τη θέληση του Θεού βυθίστηκα για δυό εβδομάδες σε ένα τερπνό
όραμα... είδα ότι βρισκόμουν μέσα σε ένα θαυμάσιο και μεγαλοπρεπή
παράδεισο... Ο νούς και η καρδιά μου είχαν συγκλονιστεί από την ανείπωτη
ομορφιά του θεϊκού παραδείσου, και ένιωθα μιά γλυκιά απόλαυση
περπατώντας μέσα σε αυτόν. Υπήρχαν πολλοί κήποι, γεμάτοι με ψηλά δένδρα,
τα κλαδιά τους ανέδιδαν μία υπέροχη ευωδία και τα μάτια μου αγαλλίαζαν
βλέποντας τις άκρες τους να λικνίζονται... Κανένα δένδρο στη γή δεν
είναι τόσο όμορφο όσο αυτά τα δένδρα. Στους κήπους υπήρχαν επίσης
αμέτρητα πουλιά με φτερά χρυσά, χιονάτα ή πολύχρωμα. Κάθονταν πάνω στα
κλαδιά των δένδρων του παραδείσου, και το μαγευτικό τους κελάηδημα με
είχε συνεπάρει. Μπροστά μου περπατούσε ένας νέος, με πρόσωπο λαμπρό σαν
τον ήλιο και ντυμένος με μανδύα πορφυρό...