Ο π.
Γαβριήλ ποτέ δεν σταμάτησε να εργάζεται. Δούλευε για κάποιο διάστημα ως αγρότης
στα κολχόζ, όπου και διέμενε. Εκεί στερήθηκε για λίγο την ησυχία, καθώς δεν ήταν
εύκολο να μένει μόνος του. Βρήκε όμως πολύ γρήγορα μια σπηλιά, την οποία είχαν
εγκαταλείψει οι βοσκοί, την καθάρισε κι εγκαταστάθηκε εκεί. Πολύ πιθανό είναι
την άγνωστη σε μας περίοδο της ζωής του να την πέρασε εκεί, στη σπηλιά. Ο
τρόπος με τον οποίο μιλούσε για τους ασκητές και τους σπηλαιώτες φανέρωνε μια
εξοικείωση με τη ζωή αυτή, ενώ το πρόσωπο του φορτιζόταν και μια ανεπιτήδευτη
τρυφερότητα διαγραφόταν στην έκφραση του.
Οι
πιστοί συχνά του ζητούσαν να κάνουν παρακλήσεις για να πληθαίνει και να
αναπτύσσεται η Γεωργία.
Κάποια φορά, κατά τη διάρκεια της παράκλησης στο ναό Σιόνι,
ο άγιος είδε ένα τρομακτικό όραμα. Διηγείται ο ίδιος: