π. Δημητρίου Μπόκου
Α΄. Ἡ εἴσοδος τοῦ θανάτου
«Πῶς συνεζεύχθημεν τῷ θανάτῳ»; Πῶς ἔγινε ἡ σύζευξη, τὸ πάντρεμα τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν θάνατο; Ὁ ἄνθρωπος εἶναι θνητὸς ἢ ἀθάνατος;
Φύσει ἀθάνατος εἶναι μόνο ὁ Θεός. Κανένα ἄλλο δημιούργημα, οὔτε ἄγγελος οὔτε ἄνθρωπος, δὲν ἔχει ἐκ φύσεως οὔτε τὴν ὕπαρξη οὔτε τὴν ἀθανασία. Τὰ πάντα γεννιοῦνται, ζοῦν καὶ ὑπάρχουν αἰώνια, ἐπειδὴ μετέχουν στὴν ἀγαπητικὴ καὶ ζωοποιὸ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς εἶναι ἡ μόνη πηγὴ τῆς ζωῆς. Ἀγαπᾶ τὰ πάντα καὶ τὰ διακρατεῖ σὲ αἰώνια ὕπαρξη, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ τὸ θέλει.
Ὁ Θεὸς δὲν ἔκαμε οὔτε θνητὸ οὔτε ἀθάνατο τὸν ἄνθρωπο. Τὸν ἔκαμε ἐλεύθερο. Μὲ δικό του αὐτεξούσιο θέλημα. Τὸν ἄφησε νὰ διαλέξει μόνος του τὴν ἀθανασία ἢ τὸν θάνατο. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ γίνει ὅ,τι θέλει. «Ἰδοὺ δέδωκα πρὸ προσώπου σου τὴν ζωὴν καὶ τὸν θάνατον, τὸ ἀγαθὸν καὶ τὸ κακόν. Ἔκλεξαι τὴν ζωήν», συμβουλεύει καὶ προτρέπει ὁ Θεός, χωρὶς νὰ ἀναιρεῖ οὔτε στὸ ἐλάχιστο τὴν ἐλευθερία ἐπιλογῆς τοῦ ἀνθρώπου (Δευτ. 30, 15, 19).