Ἀπόστολος: ( Γαλ. Β΄ 16 - 20 )
Γαλ. 2,16 εἰδότες δὲ ὅτι οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου
ἐὰν μὴ διὰ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν
Ἰησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ
καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου, διότι οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ.
Γαλ. 2,16 εἰδότες δὲ ὅτι οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου
ἐὰν μὴ διὰ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν
Ἰησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ
καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου, διότι οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ.
Γαλ. 2,16 Επειδή όμως εγνωρίσαμεν καλά ότι ο άνθρωπος δεν
γίνεται δίκαιος, δεν αποκτά την δικαίωσιν ενώπιον του Θεού από τας τυπικάς
διατάξστου μωσαϊκού Νομου, αλλά μόνον δια της φωτισμένης ενεργείας και ενεργού
πίστεως στον Ιησούν Χριστόν, και ημείς επιστεύσαμεν στον Χριστόν Ιησούν, δια να
γίνωμεν δίκαιοι από την πίστιν και με την πίστιν στον Χριστόν και όχι από τα
έργα του μωσαϊκού Νομου. Διότι, όπως άλλωστε έχει γραφή και εις την Παλαιάν
Διαθήκην, “δεν θα δικαιωθή ποτέ κανείς από τα έργα του Νομου”.
Γαλ. 2,17 εἰ δὲ ζητοῦντες
δικαιωθῆναι ἐν Χριστῷ εὑρέθημεν καὶ αὐτοὶ
ἁμαρτωλοί, ἆρα Χριστὸς ἁμαρτίας διάκονος; μὴ
γένοιτο.
Γαλ. 2,17 Εάν δε ημείς, αφήσαντες τον Νομον και ζητούντες να
επιτύχωμεν την δικαίωσίν μας δια της πίστεως και επικοινωνίας μας με τον Ιησούν
Χριστόν, ευρεθήκαμεν στο κεφαλαιώδες αυτό θέμα αμαρτωλοί, τότε έρχεται στο
στόμα το παράλογον ερώτημα· άρα γε ο Χριστός που μας εκάλεσεν εις αυτόν τον
δρόμον, μας ηπάτησε και είναι υπηρέτης αμαρτίας; Μη γένοιτο να σκεφθώμεν ποτέ
τέτοιαν βλασφημίαν.
Γαλ. 2,18 εἰ γὰρ ἃ
κατέλυσα ταῦτα πάλιν οἰκοδομῶ, παραβάτην ἐμαυτὸν
συνίστημι.
Γαλ. 2,18 Διότι, εάν εκείνα τα οποία έχω καταργήσει ως
άχρηστα, δηλαδή τα τυπικά έργα του μωσαϊκού Νομου, αυτά πάλιν επαναφέρω εις την
ισχύν και τα τηρώ, αποδεικνύω τον ευατόν μου παραβάτην, διότι έτσι ομολογώ, ότι
η προηγουμένη παραμέλησις των τυπικών διατάξεων του Νομου ήτο αμαρτία.
Γαλ. 2,19 ἐγὼ γὰρ
διὰ νόμου νόμῳ ἀπέθανον, ἵνα Θεῷ ζήσω.
Γαλ. 2,19 Αυτό όμως δεν είναι αληθινό, διότι εγώ δια του
Νομου, τον οποίον κατήργησα και ο οποίος καταδικάζει εις θάνατον κάθε
παραβάτην, έχω πλέον αποθάνει δι' αυτόν, δια να ζήσω πλέον εν τω Θεώ, χάρις εις
την πίστιν μου προς τον Χριστόν.
Γαλ. 2,20 Χριστῷ
συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ
ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν
σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ
Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν
ὑπὲρ ἐμοῦ.
Γαλ. 2,20 Εγώ έχω σταυρωθή μαζή με τον Χριστόν και δεν ζω
πλέον εγώ, ο παλαιός φυσικός άνθρωπος, αλλά ζη μέσα μου ο Χριστός. Αυτήν δε την
ζωήν που ζω μέσα στο σώμα μου τώρα, την ζω με την χάριν και την δύναμιν της
πίστεως στον Υιόν του Θεού, ο οποίος με έχει αγαπήσει και παρέδωκε τον ευατόν
του εις σταυρικόν θάνατον, δια την σωτηρίαν μου.
Λουκ.
8,27 ἐξελθόντι δὲ αὐτῷ
ἐπὶ τὴν γῆν ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ
τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν,
καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ
οὐκ ἔμενεν, ἀλλ᾿ ἐν τοῖς μνήμασιν.
Λουκ. 8,27 Οταν δε ο Ιησούς εβγήκεν εις την ξηράν, τον
συνάντησεν ένας άνθρωπος της πόλεως εκείνης, ο οποίος είχε μέσα του δαιμόνια
από πολλά χρόνια και δεν εφορούσε ένδυμα και δεν έμενε σε σπίτι, αλλά μέσα εις
τα μνήματα.
Λουκ.
8,28 ἰδὼν δὲ τὸν
Ἰησοῦν καὶ ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ
φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ,
υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαί σου, μή με
βασανίσῃς.
Λουκ. 8,28 Οταν όμως είδε τον Ιησούν εκραύγασε δυνατά, έπεσεν
εις τα πόδια του και με φωνήν μεγάλην είπε· “ποία σχέσις υπάρχει ανάμεσα εις
εμέ και σε, Ιησού, Υιέ του Θεού του Υψίστου; Σε παρακαλώ, μη με βασανίσης και
μη με κλείσης από τώρα στον φρικτόν Αδην”.
Λουκ.
8,29 παρήγγειλε γὰρ τῷ
πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ
ἀνθρώπου. πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν, καὶ
ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ
διαῤῥήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ
δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους.
Λουκ. 8,29 Είπε δε αυτά ο δαιμονιζόμενος, διότι ο Χριστός
διέταξε το ακάθαρτον πνεύμα να βγη και να φύγη από τον άνθρωπον, επειδή από
πολλά χρόνια τον είχεν αρπάξει και κυριεύσει. Οι δε άλλοι άνθρωποι, ένεκα της
αγριότητος αυτού, τον έδεναν με αλυσίδες και με ισχυρά δεσμά εις τα πόδια, δια
να τον φυλάσσουν, ώστε να μη επιτίθεται και κακοποιή τους άλλους. Αλλά αυτός
έσπαζε τα δεσμά και ωδηγείτο βιαίως από τον δαίμονα εις ερημικούς τόπους.
Λουκ.
8,30 ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν
ὁ Ἰησοῦς λέγων· τί σοί ἐστιν ὄνομα; ὁ
δὲ εἶπε· λεγεών· ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν
εἰς αὐτόν·
Λουκ. 8,30 Τον ερώτησε δε ο Ιησούς, λέγων· “ποιό είναι το όνομά
σου;” Εκείνος δε απήντησε· “λεγεών”. Διότι πολλά δαιμόνια είχαν εισέλθει στον
άνθρωπον αυτόν.
Λουκ.
8,31 καὶ παρεκάλει αὐτὸν
ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον
ἀπελθεῖν.
Λουκ. 8,31 Και παρακαλούσαν τα δαιμόνια αυτόν, να μη τα διατάξη
και πάνε εις τα τρίσβαθα του Αδου.
Λουκ.
8,32 ἦν δὲ ἐκεῖ
ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὄρει·
καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς
εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν
αὐτοῖς.
Λουκ. 8,32 Ητο δε εκεί μία αγέλη με πολλούς χοίρους, που έβοσκαν
στο βουνό· και τον παρακαλούσαν τα δαιμόνια να τους δώση την άδειαν να μπουν
εις εκείνους τους χοίρους. Και τους το επέτρεψεν ο Κυριος (διότι κατά λόγον
δικαιοσύνης έπρεπε να τιμωρηθούν με την απώλειαν των χοίρων οι ιδιοκτήται των,
επειδή τους έτρεφαν, μολονότι αυτό απηγορεύετο από τον μωσαϊκόν νόμον).
Λουκ.
8,33 ἐξελθόντα δὲ τὰ
δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς
τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ
κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη.
Λουκ. 8,33 Αφού δε εξήλθον τα δαιμόνια από τον άνθρωπον, εμπήκαν
στους χοίρους και ώρμησε ασυγκράτητο όλο το καπάδι επάνω στον κρυμνόν, ερρίφθη
από εκεί εις την θάλασσαν και επνίγησαν οι χοίροι.
Λουκ.
8,34 ἰδόντες δὲ οἱ
βόσκοντες τὸ γεγενημένον ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν εἰς
τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς.
Λουκ. 8,34 Οταν δε οι βοσκοί είδαν το γεγονός αυτό, έφυγαν και
το ανήγγειλαν εις την πόλιν και εις όσους συναντούσαν, από αυτούς που έμεναν
στους αγρούς.
Λουκ.
8,35 ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν
τὸ γεγονός, καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰησοῦν
καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ᾿ οὗ
τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα
παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν.
Λουκ. 8,35 Εβγήκαν δε από την πόλιν οι άνθρωποι, δια να ίδουν
αυτό που έγινε. Ηλθαν στον Ιησούν και είδαν τον άνθρωπον, από τον οποίον είχαν
βγη τα δαιμόνια, να κάθεται κοντά εις τα πόδια του Ιησού, ντυμένος, ήρεμος και
φρόνιμος, και εφοβήθησαν.
Λουκ.
8,36 ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς
οἱ ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς.
Λουκ. 8,36 Είχαν δε διηγηθή εις αυτούς εκείνοι που είδαν το
γεγονός, πως ελευθερώθηκε ο δαιμονιζόμενος.
Λουκ.
8,37 καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν
ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν
ἀπ᾿ αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ
συνείχοντο· αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ
πλοῖον ὑπέστρεψεν.
Λουκ. 8,37 Και όλον το πλήθος της περιοχής των Γαδαρηνών τον
παρεκάλεσαν να φύγη από αυτούς, διότι είχαν κυριευθή από μεγάλον φόβον, δια την
τιμωρίαν που τους επεβλήθη. Ενοχοι δε και δι' άλλα καθώς ήσαν, εφοβούντο πολύ
και άλλας τιμωρίας. Ο δε Ιησούς εμπήκε στο πλοίον και επέστρεψε.
Λουκ.
8,38 ἐδέετο δὲ αὐτοῦ
ὁ ἀνήρ, ἀφ᾿ οὗ ἐξεληλύθει τὰ
δαιμόνια, εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν
ὁ Ἰησοῦς λέγων·
Λουκ. 8,38 Παρακαλούσε δε αυτόν ο άνθρωπος, από τον οποίον είχαν
βγη τα δαιμόνια, να μένη μαζή του. Ο Ιησούς όμως τον έστειλε ειρηνικά εις την
πόλιν του, λέγων·
Λουκ.
8,39 ὑπόστρεφε εἰς τὸν
οἶκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ
Θεός. καὶ ἀπῆλθε καθ᾿ ὅλην τὴν πόλιν
κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς.
Λουκ. 8,39 “γύρισε στο σπίτι σου και να διηγήσαι όσα έκαμε εις
σε ο Θεός”. Και εκείνος έφυγε και διαλαλούσε εις όλην την πόλιν, όσα ο Ιησούς
έκαμε εις αυτόν.