Ο
Άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής καταγόταν
από ένα φτωχό χωριό της Γαλιλαίας που
ονομαζόταν Βηθσαϊδά. Ήταν γιος του ψαρά
Ζεβεδαίου και της Σαλώμης που ήταν
συγγενής της Παναγίας Μητέρας του
Χριστού. Πολύ νωρίς έγινε μαθητής του
Ιωάννου Προδρόμου ενώ παράλληλα εργαζόταν
και στην τέχνη του ψαρά κοντά στον πατέρα
του και τον αδελφό του Ιάκωβο. Κάποια
μέρα λοιπόν ο Ιωάννης ο Πρόδρομος βάδιζε
αργά στις όχθες του Ιορδάνη διδάσκοντας
τον λαό την μετάνοια και βαπτίζοντας
στον Ιορδάνη. Μαζί του ήσαν και δύο από
τους μαθητές του, ο αδελφός του Πέτρου,
και ο Ιωάννης. Καθώς ξεχωρίζει μέσα στο
πλήθος τον Ιησού Χριστό παράξενα
ακούγονται τα λόγια του:
«Ίδε
ο αμνός του Θεού». Η καρδιά των δύο
μαθητών σκιρτά στο άκουσμα των λόγων
αυτών. Μήπως είναι ο Μεσσίας που
περιμένουν;... Μόλις τον βλέπουν ν'
απομακρύνεται τον ακολουθούν με κάποια
προσμονή και ελπίδα. Ο Ιησούς γνωρίζοντας
τον πόθο τους να τον πλησιάσουν στρέφεται
και τους ρωτά:
-Τι
ζητείτε;
-Ραββί,
που μένεις; του απαντούν.
-Έρχεσθε
και ίδετε. Ελάτε να διαπιστώσετε μόνοι
σας. Ήλθαν λοιπόν και έμειναν κοντά του
όλο εκείνο το ευτυχισμένο απόγευμα...