25 Οἱ ἄνδρες ἀγαπᾶτε τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἠγάπησε τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἑαυτὸν παρέδωκεν ὑπὲρ αὐτῆς,
26 ἵνα αὐτὴν ἁγιάσῃ καθαρίσας τῷ λουτρῷ τοῦ ὕδατος ἐν ρήματι,
27 ἵνα παραστήσῃ αὐτὴν ἑαυτῷ ἔνδοξον τὴν ἐκκλησίαν, μὴ ἔχουσαν σπίλον ἢ ρυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων, ἀλλ' ἵνα ᾖ ἁγία καὶ ἄμωμος.
28 Οὕτως ὀφείλουσιν οἱ ἄνδρες ἀγαπᾶν τὰς ἑαυτῶν γυναῖκας ὡς τὰ ἑαυτῶν σώματα. ὁ ἀγαπῶν τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα ἑαυτὸν ἀγαπᾷ·
29 οὐδεὶς γάρ ποτε τὴν ἑαυτοῦ σάρκα ἐμίσησεν, ἀλλ' ἐκτρέφει καὶ θάλπει αὐτήν, καθὼς καὶ ὁ Κύριος τὴν ἐκκλησίαν·
30 ὅτι μέλη ἐσμὲν τοῦ σώματος αὐτοῦ, ἐκ τῆς σαρκὸς αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ·
31 ἀντὶ τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν.
32 Τὸ μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστίν, ἐγὼ δὲ λέγω εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν ἐκκλησίαν.33 Πλὴν καὶ ὑμεῖς οἱ καθ' ἕνα ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα οὕτως ἀγαπάτω ὡς ἑαυτόν, ἡ δὲ γυνὴ ἵνα φοβῆται τὸν ἄνδρα.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
25 Οἱ ἄνδρες, ἀγαπᾶτε τὰς γυναῖκάς σας. Ὅπως καὶ ὁ Χριστὸς ἀγάπησε τὴν ἐκκλησίαν καὶ παρέδωκε τὸν ἑαυτόν του δι’ αὐτήν,
26 διὰ νὰ τὴν ἁγιάσῃ, ἀφοῦ τὴν ἐκαθάρισε μὲ τὸ λουτρὸν τοῦ ὕδατος, διὰ τοῦ λόγου,
27
διὰ νὰ παρουσιάσῃ εἰς τὸν ἑαυτόν του ἔνδοξη τὴν ἐκκλησίαν, χωρὶς νὰ ἔχῃ
κηλῖδα ἢ ρυτίδα ἢ τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὰ τοιαῦτα, ἀλλὰ νὰ εἶναι ἁγία καὶ
ἄψογος.
28
Ἔτσι ὀφείλουν καὶ οἱ ἄνδρες νὰ ἀγαποῦν τὰς γυναῖκάς των ὅπως τὰ δικά
των σώματα. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὴν γυναῖκά του, ἀγαπᾶ τὸν ἑαυτόν του,
29 διότι κανεὶς ποτὲ δὲν ἐμίσησε τὴν σάρκα του, ἀλλὰ τὴνν τρέφει καὶ τὴν περιποιεῖται, ὅπως καὶ ὁ Κύριος τὴν ἐκκλησίαν,
30 διότι εἴμεθα μέλη τοῦ σώματός του, ἀπὸ τὴν σάρκα καὶ ἀπὸ τὰ όστᾶ του.
31 Διὰ
τοῦτο ὁ ἄνθρωπος θὰ ἐγκαταλείψῃ τὸν πατέρα του καὶ τὴν μητέρα του καὶ
θὰ προσκοληθῇ πρὸς τὴν γυναῖκά του καὶ θὰ γίνουν οἱ δύο σάρκα μία.
32 Τὸ μυστήριον αὐτὸ εἶναι μεγάλο· ἐγὼ τὸ ἐξηγῶ ὅτι ἀναφέρεται εἰς τὸν Χριστὸν καὶ τὴν ἐκκλησίαν.33 Ἀλλὰ καὶ σεῖς, ἂς ἀγαπᾶ ὁ καθένας τὴν γυναῖκά του ὅπως τὸν ἑαυτόν του, ἡ δὲ γυναῖκα νὰ σέβεται τὸν ἄνδρα της.
Περί νηστείας
33 Οἱ δὲ εἶπον πρὸς αὐτόν· διατί οἱ μαθηταὶ Ἰωάννου νηστεύουσι πυκνὰ καὶ δεήσεις ποιοῦνται, ὁμοίως καὶ οἱ τῶν Φαρισαίων, οἱ δὲ σοὶ ἐσθίουσι καὶ πίνουσιν;
34 Ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτούς· μὴ δύνασθε τοὺς υἱοὺς τοῦ νυμφῶνος, ἐν ᾧ ὁ νυμφίος μετ᾿ αὐτῶν ἐστι, ποιῆσαι νηστεύειν;
35 Ἐλεύσονται δὲ ἡμέραι, καὶ ὅταν ἀπαρθῇ ἀπ᾿ αὐτῶν ὁ νυμφίος, τότε νηστεύσουσιν ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις.
36 Ἔλεγε δὲ καὶ παραβολὴν πρὸς αὐτοὺς ὅτι οὐδεὶς ἐπίβλημα ἱματίου καινοῦ ἐπιβάλλει ἐπὶ ἱμάτιον παλαιόν· εἰ δὲ μήγε, καὶ τὸ καινὸν σχίσει καὶ τῷ παλαιῷ οὐ συμφωνεῖ τὸ ἐπίβλημα τὸ ἀπὸ τοῦ καινοῦ.
37 Καὶ οὐδεὶς βάλλει οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς παλαιούς· εἰ δὲ μήγε, ρήξει ὁ οἶνος ὁ νέος τοὺς ἀσκούς, καὶ αὐτὸς ἐκχυθήσεται καὶ οἱ ἀσκοὶ ἀπολοῦνται·
38 ἀλλὰ οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς καινοὺς βλητέον, καὶ ἀμφότεροι συντηροῦνται.39 Καὶ οὐδεὶς πιὼν παλαιὸν εὐθέως θέλει νέον· λέγει γάρ· ὁ παλαιὸς χρηστότερός ἐστιν.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Περὶ νηστείας
33
Αὐτοὶ τοῦ εἶπαν, «Γιατὶ οἱ μαθηταὶ τοῦ Ἰωάννου νηστεύουν συχνὰ καὶ
κάνουν προσευχές, ἐπίσης καὶ οἱ μαθηταὶ τῶν Φαρισαίων, ἐνῷ οἱ δικοί σου
τρώγουν καὶ πίνουν;».
34
Τότε ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε, «Μήπως μπορεῖτε νὰ κάνετε τοὺς καλεσμένους εἰς
τὸν γάμον νὰ νηστεύουν ὅσον καιρὸν εἶναι μαζί τους ὁ γαμβρός;
35 Θὰ ἔλθουν ὅμως ἡμέραι ποὺ θὰ τοὺς πάρουν τὸν γαμβρό, καὶ τὰς ἡμέρας ἐκείνας θὰ νηστέψουν».
36
Τοὺς εἶπε καὶ μίαν παραβολήν: «Κανεὶς δὲν βάζει μπάλωμα ἀπὸ καινούργιο
ὕφασμα ἐπάνω σὲ παληὸ ἔνδυμα, διότι ἀλλοιῶς καὶ τὸ καινούργιο ὕφασμα θὰ
σχίσῃ καὶ τὸ μπάλωμα ἀπὸ τὸ καινούργιο ὕφασμα δὲν θὰ ταιριάσῃ εἰς τὸ
παληό.
37
Οὔτε βάζει κανεὶς καινούργιο κρασὶ σὲ ἀσκιὰ παληά, διότι ἀλλοιῶς τὸ
καινούργιο κρασὶ θὰ σχίσῃ τὰ ἀσκιὰ καὶ αὐτὸ θὰ χυθῇ καὶ τὰ ἀσκιὰ θὰ
καταστραφοῦν,
38 ἀλλὰ πρέπει τὸ καινούργιο κρασὶ νὰ τὸ βάλωμε σὲ ἀσκιὰ καινούργια καὶ τότε διατηροῦνται καὶ τὰ δύο.39 Καὶ κανεὶς ποὺ ἔχει πιῇ παληὸ κρασί, θέλει ἀμέσως καινούργιο· διότι λέγει, «Τὸ παληὸ εἶναι καλύτερο».