Πρώτη είναι η ησυχία,
δηλαδή τρόπος ζωής χωρίς περισπασμούς, μακριά από κάθε βιοτική μέριμνα,
για να μπορέσει κανείς με την απομάκρυνση από τους ανθρώπους και τους
περισπασμούς να αποφύγει το θόρυβο και το διάβολο που σαν λιοντάρι
βρυχιέται και περπατά ζητώντας ποιόν θα καταπιεί με τις συνομιλίες και
τις μέριμνες του βίου, και για να έχει μια μόνο μέριμνα, πώς να αρέσει
στο Θεό και να κάνει την ψυχή του να βρεθεί ακατάκριτη στην ώρα του
θανάτου, και για να μάθει με κάθε λεπτομέρεια τα τεχνάσματα των δαιμόνων
και τις αμαρτίες του που είναι περισσότερες από την άμμο της θάλασσας
και οι περισσότεροι τις αγνοούν όπως τη λεπτή σκόνη.
Πάντοτε θρηνώντας, λυπάται την ανθρώπινη φύση, ενθαρρύνεται όμως από το
Θεό, γιατί έγινε ευγνώμων, και παρηγορείται γιατί αξιώθηκε να δει εκείνα
που δεν ήλπιζε να δει, όταν κάποτε ζούσε έξω από το κελί του. Έχοντας
επίγνωση της δικής του αδυναμίας και της δυνάμεως του Θεού, φοβάται και
ελπίζει, ώστε μήτε από άγνοια να εμπιστευθεί τον εαυτό του και να πέσει,
μήτε να λησμονήσει τη φιλανθρωπία του Θεού και ν' απελπιστεί, αν κάτι
του συμβεί.