Ἀπόστολος: ( Α΄Κορ. δ΄ 1-5 )
1 Οὔτως ἡμᾶς λογιζέσθω ἄνθρωπος, ὡς ὑπηρέτας Χριστοῦ καὶ οἰκονόμους μυστηρίων Θεοῦ.
2 Ὃ δὲ λοιπὸν ζητεῖται ἐν τοῖς οἰκονόμοις, ἵνα πιστός τις εὑρεθῇ.
3 Ἐμοὶ δὲ εἰς ἐλάχιστόν ἐστιν ἵνα ὑφ᾿ ὑμῶν ἀνακριθῶ ἢ ὑπὸ ἀνθρωπίνης ἡμέρας· ἀλλ᾿ οὐδὲ ἐμαυτὸν ἀνακρίνω·
4 οὐδὲν γὰρ ἑμαυτῷ σύνοιδα· ἀλλ᾿ οὐκ ἐν τούτῳ δεδικαίωμαι· ὁ δὲ ἀνακρίνων με Κύριός ἐστιν.
5 Ὥστε μὴ πρὸ καιροῦ τι κρίνετε, ἕως ἂν ἔλθῃ ὁ Κύριος, ὃς καὶ φωτίσει τὰ κρυπτὰ τοῦ σκότους καὶ φανερώσει τὰς βουλὰς τῶν καρδιῶν, καὶ τότε ὁ ἔπαινος γενήσεται ἑκάστῳ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
1 Ἔτσι πρέπει νὰ μᾶς θεωροῦν οἱ ἄνθρωποι, σὰν ὑπηρέτας τοῦ Χριστοῦ καὶ οἰκονόμους μυστηρίων τοῦ Θεοῦ.
2 Ἐκεῖνο δὲ ποὺ ἀπαιτεῖται ἀπὸ τοὺς οἰκονόμους εἶναι νὰ βρεθοῦν πιστοί.
3 Ὡς πρὸς ἐμέ, μοῦ εἶναι ὅλως ἀδιάφορον νὰ κριθῶ ἀπὸ σᾶς ἢ ἀπὸ ἀνθρώπινον δικαστήριον, ἀλλ’ οὔτε ἐγὼ θὰ κρίνω τὸν ἑαυτόν μου·
4 διότι δὲν αἰσθάνομαι τίποτε κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ μου, ἀλλὰ μὲ αὐτὸ δὲν εἶμαι δικαιωμένος· ἐκεῖνος ποὺ μὲ κρίνει εἶναι ὁ Κύριος.
5
Ὥστε μὴ κρίνετε τίποτε πρὶν ἀπὸ τὸν ὡρισμένον καιρόν, ἕως ὅτου ἔλθῃ ὁ
Κύριος, ὁ ὁποῖος θὰ φέρῃ στὸ φῶς τὰ πράγματα ποὺ κρύβονται στὸ σκοτάδι
καὶ θὰ φανερώσῃ τὰς σκέψεις τῶν καρδιῶν· τότε ὁ καθένας θὰ πάρῃ τὸν
ἔπαινόν του ἀπὸ τὸν Θεόν.Εὐαγγέλιο: (Ματ. κγ΄ 1-12)
1 Τότε ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε τοῖς ὄχλοις καὶ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ
2 λέγων· ἐπὶ τῆς Μωσέως καθέδρας ἐκάθισαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι.
3 Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν εἴπωσιν ὑμῖν τηρεῖν, τηρεῖτε καὶ ποιεῖτε, κατὰ δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν μὴ ποιεῖτε· λέγουσι γάρ, καὶ οὐ ποιοῦσι.
4 Δεσμεύουσι γὰρ φορτία βαρέα καὶ δυσβάστακτα καὶ ἐπιτιθέασιν ἐπὶ τοὺς ὤμους τῶν ἀνθρώπων, τῷ δὲ δακτύλῳ αὐτῶν οὐ θέλουσι κινῆσαι αὐτά.
5 Πάντα δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν ποιοῦσι πρὸς τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις. Πλατύνουσι γὰρ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν καὶ μεγαλύνουσι τὰ κράσπεδα τῶν ἱματίων αὐτῶν,
6 φιλοῦσι δὲ τὴν πρωτοκλισίαν ἐν τοῖς δείπνοις καὶ τὰς πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῖς συναγωγαῖς
7 καὶ τοὺς ἀσπασμοὺς ἐν ταῖς ἀγοραῖς καὶ καλεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων ραββὶ ραββί.
8 Ὑμεῖς δὲ μὴ κληθῆτε ραββί· εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ διδάσκαλος, ὁ Χριστός· πάντες δὲ ὑμεῖς ἀδελφοί ἐστε.
9 Καὶ πατέρα μὴ καλέσητε ὑμῶν ἐπὶ τῆς γῆς· εἷς γάρ ἐστιν ὁ πατήρ ὑμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς.
10 Μηδὲ κληθῆτε καθηγηταί· εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ καθηγητής, ὁ Χριστός.
11 Ὁ δὲ μείζων ὑμῶν ἔσται ὑμῶν διάκονος.
12 Ὅστις δὲ ὑψώσει ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, καὶ ὅστις ταπεινώσει ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
1 Τότε ὁ Ἰησοῦς ἐμίλησε εἰς τὰ πλήθη καὶ εἰς τοὺς μαθητάς του
2 καὶ εἶπε, «Εἰς τὴν ἔδραν τοῦ Μωϋσέως ἐκάθησαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι.
3 Ὅλα λοιπὸν ὅσα σᾶς ποῦν νὰ τηρήσετε, τηρήσατέ τα, ἀλλὰ μὴ κάνετε σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα τους. Διότι λέγουν καὶ δὲν κάνουν.
4
Δένουν φορτία βαρειὰ καὶ δυσβάστακτα καὶ τὰ βάζουν εἰς τοὺς ὤμους τῶν
ἀνθρώπων, ἀλλ’ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι δὲν θέλουν οὔτε μὲ τὸ δάκτυλό τους νὰ τὰ
κινήσουν.
5
Ὅλα τους τὰ ἔργα τὰ κάνουν, διὰ νὰ φανοῦν εἰς τοὺς ἀνθρώπους.
Πλαταίνουν τὰ φυλαχτά τους καὶ μεγαλώνουν τὰ ἄκρα τῶν ἐνδυμάτων τους.
6 Τοὺς ἀρέσει δὲ νὰ ἔχουν τὴν πρώτην θέσιν εἰς τὰ δεῖπνα καὶ τὰ πρῶτα καθίσματα εἰς τὰς συναγωγάς,
7 καὶ τοὺς χαιρετισμοὺς εἰς τὰς ἀγορὰς καὶ νὰ ὀνομάζωνται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους Ραββί, Ραββί.
8 Σεῖς ὅμως μὴ ὀνομασθῆτε Ραββί· διότι ἕνας εἶναι ὁ διδάσκαλός σας, ὁ Χριστός, ὅλοι δὲ σεῖς εἶσθε ἀδελφοί.
9 Καὶ κανένα μὴ ὀνομάσετε πατέρα σας εἰς τὴν γῆν, διότι ἕνας εἶναι ὁ Πατέρας σας, ἐκεῖνος, ποὺ εἶναι εἰς τοὺς οὐρανούς.
10 Οὔτε νὰ ὀνομασθῆτε καθηγηταί, διότι καθηγητής σας εἶναι ἕνας, ὁ Χριστός.
11 Ἀλλ’ ὁ μεγαλύτερός σας, αὐτὸς νὰ εἶναι ὑπηρέτης σας.
12 Ἐκεῖνος ποὺ θὰ ὑψώσῃ τὸν ἑαυτόν του, θὰ ταπεινωθῇ, καὶ ἐκεῖνος ποὺ θὰ ταπεινώσῃ τὸν ἑαυτόν του, θὰ ὑψωθῇ.