«Αυτό το οποίο θα σας πω τώρα έγινε την πρώτη Κυριακή του Δεκέμβρη: Ήταν και η τελευταία μου μέρα στο μέτωπο, γιατί κατά το μεσημέρι τραυματίστηκα. Ξημερώνοντας, λοιπόν, η Κυριακή μάς βρήκε να κατεβαίνουμε μια πλαγιά, στην οποία είχαμε φτάσει απ’ την προηγούμενη μέρα.
Όλο το Σάββατο ο παππούλης [π. Αχίλλειος, στον πόλεμο του ‘40]
εξομολογούσε και μας είπε, όσοι ήθελαν, μπορούσαν να κοινωνήσουν την
άλλη μέρα. Το Σύνταγμά μας θα έμπαινε σε καινούργιες μάχες. Σαν
ξημέρωσε, το χιόνι είχε πάψει να πέφτει. Μερικοί στρατιώτες είχαν
στολίσει με ελάτια και αγριορύκια, τα οποία είχαν κόψει από ένα χωριό,
το μέρος στο οποίο θα έμπαινε η Αγία Τράπεζα. Το μάτι κουραζόταν
να βλέπει αυτήν την απέραντη λευκότητα. Ο διοικητής, οι αξιωματικοί και
οι στρατιώτες, όλοι συγκεντρωθήκαμε όσο μπορούσαμε ο ένας κοντά στον
άλλον. Τα ψαλσίματα αντιλαλούσαν στα γύρω υψώματα.
Είχε προχωρήσει η Λειτουργία αρκετά, όταν ακούσαμε ξαφνικά τον βόμβο πολλών αεροπλάνων και φάνηκαν σε λίγο στο βάθος καμιά πενηνταριά.
Είχε προχωρήσει η Λειτουργία αρκετά, όταν ακούσαμε ξαφνικά τον βόμβο πολλών αεροπλάνων και φάνηκαν σε λίγο στο βάθος καμιά πενηνταριά.