Ἀπόστολος: (Α΄ Κορ. β΄ 6-9 )
6 Σοφίαν δὲ λαλοῦμεν ἐν τοῖς τελείοις, σοφίαν δὲ οὐ τοῦ αἰῶνος τούτου, οὐδὲ τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου τῶν καταργουμένων·
7 ἀλλὰ λαλοῦμεν σοφίαν Θεοῦ ἐν μυστηρίῳ, τὴν ἀποκεκρυμμένην, ἣν προώρισεν ὁ Θεὸς πρὸ τῶν αἰώνων εἰς δόξαν ἡμῶν,
8 ἣν οὐδεὶς τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου ἔγνωκεν· εἰ γὰρ ἔγνωσαν, οὐκ ἂν τὸν Κύριον τῆς δόξης ἐσταύρωσαν·
9 ἀλλὰ καθὼς γέγραπται, ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
6
Εἰς τοὺς ὡρίμους ὅμως κηρύττομεν καὶ σοφίαν, ἀλλὰ σοφίαν ὄχι τοῦ κόσμου
αὐτοῦ, οὔτε τῶν ἀρχόντων τοῦ κόσμου αὐτοῦ, οἱ ὁποῖοι βαίνουν πρὸς τὸ
τέλος τους,
7 ἀλλὰ κηρύττομεν μυστικὴν σοφίαν τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἦτο κρυμμένη καὶ τὴν ὁποίαν προώρισε ὁ Θεὸς πρὸ τῶν αἰώνων πρὸς δόξαν μας.
8 Κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας τοῦ κόσμου αὐτοῦ δὲν τὴν ἐγνώρισε· ἐὰν τὴν εἶχαν γνωρίσει, δὲν θὰ ἐσταύρωναν τὸν Κύριον τῆς δόξης.
9
Ἀλλὰ, καθὼς εἶναι γραμμένον, Ἐκεῖνα ποὺ μάτι δὲν εἶδε καὶ αὐτὶ δὲν
ἄκουσε καὶ νοῦς ἀνθρώπου δὲν συνέλαβε, ἐκεῖνα ποὺ ἐτοίμασε ὁ Θεὸς δι’
ἐκείνους ποὺ τὸν ἀγαποῦν.Εὐαγγέλιο: (Ματθ. ι΄37- ια΄1)
Ὁ ἄξιος μαθητής
37 Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος·
38 καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος.
39 Ὁ εὑρὼν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν, καὶ ὁ ἀπολέσας τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ εὑρήσει αὐτήν.
40 Ὁ δεχόμενος ὑμᾶς ἐμὲ δέχεται, καὶ ὁ ἐμὲ δεχόμενος δέχεται τὸν ἀποστείλαντά με.
41 Ὁ δεχόμενος προφήτην εἰς ὄνομα προφήτου μισθὸν προφήτου λήψεται, καὶ ὁ δεχόμενος δίκαιον εἰς ὄνομα δικαίου μισθὸν δικαίου λήψεται.42 Καὶ ὃς ἐὰν ποτίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων ποτήριον ψυχροῦ μόνον εἰς ὄνομα μαθητοῦ, ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ μὴ ἀπολέσῃ τὸν μισθὸν αὐτοῦ.
1 Καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῦς διατάσσων τοῖς δώδεκα μαθηταῖς αὐτοῦ μετέβη ἐκεῖθεν τοῦ διδάσκειν καὶ κηρύσσειν ἐν ταῖς πόλεσιν αὐτῶν.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Ὁ ἄξιος μαθητής
37
«Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ πατέρα ἢ μητέρα περισσότερον ἀπὸ ἐμέ, δὲν μοῦ εἶναι
ἄξιος. Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ ἀγαπᾶ υἱόν ἢ θυγατέρα περισσότερον ἀπὸ ἐμέ, δὲν
μοῦ εἶναι ἄξιος.
38 Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ δὲν παίρνει τὸν σταυρόν του καὶ δὲν μὲ ἀκολουθεῖ δὲν μοῦ εἶναι ἄξιος.
39
Ἐκεῖνος, ποὺ ζητεῖ νὰ σώσῃ τὴν ζωήν του, θὰ τὴν χάσῃ, καὶ ἐκεῖνος, ποὺ
θὰ χάσῃ τὴν ζωήν του ἐξ αἰτίας μου, αὐτὸς θὰ τὴν σώσει.
40 Ὅποιος σᾶς δέχεται, δέχεται ἐμέ, καὶ ὅποιος δέχεται ἐμέ, δέχεται ἐκεῖνον ποὺ μὲ ἔστειλε.
41
Ὅποιος δέχεται προφήτην, διότι εἶναι προφήτης, θὰ λάβῃ ἀνταμοιβὴν
προφήτου, καὶ ὅποιος δέχεται δίκαιον, διότι εἶναι δίκαιος, θὰ λάβῃ
ἀνταμοιβὴν δικαίου.
42
Καὶ ὅποιος θὰ δώσῃ εἰς ἕνα ἀπὸ τοὺς μικροὺς τούτους ἕνα μόνον ποτῆρι
κρύο νερό, διότι εἶναι μαθητής μου, σᾶς βεβαιῶ ὅτι δὲν θὰ χάσῃ τὴν
ἀνταμοιβήν του».
1
Καὶ ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐτελείωσε τὰς ἐντολὰς στοὺς δώδεκα μαθητάς του, ἔφυγε
ἀπὸ ἐκεῖ, γιὰ νὰ διδάξῃ καὶ νὰ κηρύξῃ εἰς τὰς πόλεις των.