Μέ
τήν
ἀπάντησί
τους
αὐτή
οἱ
ἐκκλησιαζόμενοι
πιστοί
χριστιανοί
βεβαιώνουν
τόν
Λειτουργό
Ἱερέα
ὅτι
ἤδη
ἔχουν
ἀνέλθει
σέ
οὐράνια
ὕψη,
στό
Θρόνο
τοῦ
Θεοῦ.
Οἱ
καρδιές
μας,
τοῦ
λένε,
βρίσκονται
ἐκεῖ
ὅπου
ὁ
Χριστός,
εἰς
τά
δεξιά
τοῦ
Θεοῦ
καί
Πατρός.
Καί
ὁ
Λειτουργός
Ἱερεύς
μέσα
του,
νοερά,
ἀκούει
φωνή
πού
τόν
προτρέπει
νά
συνεχίση
τήν
τέλεσι
τοῦ
θειοτάτου
Μυστηρίου
τῆς
Θείας
Εὐχαριστίας.
Κάποτε,
σέ μιά μου ἐπίσκεψι στό μοναστήρι τοῦ
Ὁσίου Δαυίδ Εὐβοίας, μοῦ διηγεῖτο
ἰδιαιτέρως ὁ π. Ἰάκωβος ὁ μακαριστός,
ὁ ἅγιος αὐτός Ἱερεύς καί Λειτουργός
τοῦ Ὑψίστου, τά ἑξῆς:
“Οἱ
χριστιανοί μας, πάτερ μου, εἶναι δυστυχῶς
τυφλοί πνευματικά καί δέν βλέπουν τά
ὅσα γίνονται μέσα στή Θεία Λειτουργία.
Μιά
φορά λειτουργοῦσα καί δέν μποροῦσα νά
κάμω τήν Μεγάλη Εἴσοδο. Στό Χερουβικό
καθηλώθηκα μπροστά στήν Ἁγία Τράπεζα,
ἀκίνητος ἀπ᾿ αὐτά πού ἔβλεπα... Ἡ μία
θεωρία διεδέχετο τήν ἄλλη.