Ήρθε ένας μοναχός από την έρημο στους ανθρώπους και έφερε έναν μπόγο.
Τούτο ήταν μία χούφτα από διαμάντια δεμένα με ένα μαραμένο φύλλο
συκιάς.
Και κρατούσε τον μπόγο ο μοναχός στο χέρι και με τρεμάμενη φωνή τους
περιέγραφε τη χούφτα από διαμάντια που είχε βρει μέσα στο μαραμένο φύλλο
συκιάς:
- Όταν η μια πλευρά αυτής της πέτρας στραφεί προς τα πλάσματα και τα πράγματα, όλα τα πλάσματα και τα πράγματα στη γη λάμπουν με ομορφιά, που υπερβαίνει όλους τους πόθους τους και τα όνειρα.
- Δείξε την! φώναξαν οι άνθρωποι.
Όμως ο μοναχός σαν να μην άκουσε, συνέχισε:
- Όταν η άλλη πλευρά στραφεί προς τους τάφους, οι τάφοι ανοίγουν και οι νεκροί φαίνονται ζωντανοί όπως και οι ζωντανοί.
- Δείξε μας! φώναξαν ακόμα περισσότερο οι άνθρωποι.
Όμως, ο μοναχός σαν να μην άκουσε, συνέχισε: