Εκεινο τόν καιρό ἔπεσε φοβερο θανατικό στή γῆ. Οἱ ἄνθρωποι πέθαιναν ξαφνικά καί μέ φρικτό τρόπο.
Ἕνας φίλος τοῦ ὁσίου, πού λεγόταν Γρηγόριος, ἦρθε στό κελλί του καί τόν ρώτησε:
-Σέ παρακαλῶ, πάτερ, πές μου, πῶς ἔγινε καί μᾶς βρῆκε τοῦτο τό κακό;
-Ἦταν φυσικό, παιδί μου, ἀποκρίθηκε ὁ δίκαιος χωρίς δισταγμό.
Πικραίνουμε τόσο πολύ τόν ἀθάνατο Θεό, παραβαίνοντας συνέχεια τό νόμο
Του. Γι’ αὐτό μᾶς ἔστειλε τοῦτο τό δρεπάνι, πού μᾶς θερίζει. Εἶναι
γραμμένο ὅτι «ἁμαρτία θάνατον κατεργάζεται»159. Νά,
χθές εἶδα ἕναν ἄνδρα φοβερό, πού ἀπειλοῦσε τή γῆ καί τῆς ἔλεγε: ‟Ὅλους
τούς ἀκόλαστους πού ζοῦνε πάνω σου, ὅλους τούς μέθυσους καί τούς
κοιλιόδουλους, ὅλους τούς φιλάργυρους καί τούς τοκογλύφους, ὅλους τούς
ψεῦτες καί τούς συκοφάντες, μά προπαντός ὅλους τους σοδομίτες, πού δέν
μετανοοῦν, ἐγώ θά τούς ἐξολοθρεύσω!….’’. Ἄν λοιπόν, παιδάκι μου, δέν
εἴχαμε παροργίσει τόν Πλάστη καί προστάτη μας, δέν θά παθαίναμε ὅ,τι
πάθαμε. Ἀλλά ποῦ ν’ ἀκούσεις καί πόσα ἄλλα χειρότερα εἷπε! Δέν θά τ’
ἀντέξεις… Συνέχεια