Τώρα αναγνωρίζω το κοπάδι μου, σήμερα βλέπω τη συνηθισμένη εκκλησία,
σήμερα που, μισώντας και την απασχόλησή με τις σαρκικές φροντίδες,
τρέξατε όλο το πλήρωμα για να λατρεύσετε το Θεό. Και γεμίζει ο λαός
ασφυκτικά μέσα το ναό φτάνοντας ως τα ιερά άδυτα, αλλά γεμίζει και τον
εξωτερικό χώρο στα προαύλια, όσος δεν μπορεί να χωρέσει μέσα σύμφωνα με
την εικόνα των μελισσών, που άλλες δουλεύουν μέσα κι άλλες βομβούν απ’
έξω απ’ την κυψέλη. Έτσι λοιπόν, παιδιά μου, να κάνετε και μη χάνετε
ποτέ το ζήλο σας αυτόν. Συγκινούμαι, ομολογώ, ως ποιμένας και θέλω
καθισμένος σ’ αυτή την υψηλή σκοπιά να βλέπω γύρω μου στους πρόποδες
συναγμένο το ποίμνιό μου. Κι αν μου συμβαίνει αυτό, γεμίζω από προθυμία
θαυμαστή και επεξεργάζομαι μ’ ευχαρίστηση το λόγο μου, όπως οι βοσκοί τα
ποιμενικά τους τραγούδια. Όταν όμως συμβαίνει διαφορετικά και σας
παρασύρει η εξωτερική πλάνη, όπως πρόσφατα κάνατε την περασμένη Κυριακή,
δυσαρεστούμαι πολύ και προτιμώ τη σιωπή. Σκέφτομαι να φύγω από δω κι
αναζητώ το όρος Κάρμηλο του προφήτη Ηλία ή ένα ακατοίκητο βράχο.
Γιατί
όσοι είναι κυριευμένοι από λύπη αγαπούν τη μοναξιά και την ερημία. Τώρα
όμως, βλέποντάς σας με όλη την οικογένειά σας να είστε όλοι
συγκεντρωμένοι στην πανήγυρη, θυμάμαι το λόγο του προφήτη, που από παλιά
ο Ησαΐας αναφώνησε, υμνώντας την καλλίτεκνη και πολύτεκνη Εκκλησία του
Χριστού. «Ποιοί είναι αυτοί;», λέει˙ «έρχονται καταπάνω μου σαν σύννεφα
και σαν περιστέρια με τα μικρά τους».1 Μαζί μ’ αυτό και εκείνο: «είναι
στενός ο τόπος για μένα, κάνε μου τόπο για να κατοικήσω».2 Αυτά όρισε
η δύναμη του Πνεύματος για την πολυάνθρωπη Εκκλησία του Θεού, που
έμελλε πολλά χρόνια αργότερα «να γεμίσει όλη την οικουμένη απ’ άκρη σε
άκρη».3