Τα βράδια, όταν όλοι κοιμόντουσαν στο
σπίτι, έβγαινε κρυφά και πήγαινε σε ένα ξωκλήσι του χωριού, για να
προσευχηθεί, στην Αγία Παρασκευή. Εκεί έκανε πολλές μετάνοιες, όπως τον
συνήθισε η μάνα του Θεοδώρα, και προσευχόταν για ώρες πολλές. Μετά
γύριζε στο σπίτι, χωρίς να καταλαβαίνει κανείς τίποτα.
Ένα βράδυ εκεί στο ξωκλήσι, που
γονατιστός ο μικρός Ιάκωβος προσευχόταν, είδε μια σκιά μέσα στο ιερό.
Αυτός φοβήθηκε και το πρωί το είπε στη μάνα του. Η διακριτική κυρία
Δωρούλα του λέει: «Μη φοβάσαι, Ιακωβάκο μου, το ράσο του παπά θα είναι
και το φεγγάρι του κάνει σκιά». Έτσι διασκέδασε το λογισμό του Ιακωβάκου
της.
Το βράδυ πήγε πάλι ο μικρός μας γέροντας
στο ξωκλήσι για τον κανόνα του. Όταν τέλειωσε και εξερχόταν από το
ταπεινό ξωκλήσι, είδε κάτω από ένα μεγάλο δένδρο μια ψηλή μαυροφορεμένη
γυναίκα να του κάνει νόημα να την πλησιάσει.
Πήγε κοντά της και τον ρωτά: «Τι θέλεις, Ιάκωβέ μου, να σου χαρίσω για τις τόσες προσευχές, που κάνεις στο σπίτι μου;».
«Ποια είσαι εσύ, καλή μου κυρία;»
http://hristospanagia3.blogspot.gr/