Οι αγκινάρες υποχωρούσαν.
Μετά τό άνοιγμα τών οδοφραγμάτων από τό καθεστώς τών εισβολέων ο
Γέροντας ξεκίνησε τις επισκέψεις του στο κατεχόμενο Μοναστήρι του. Μια
ημέρα ζήτησε από μιά πνευματική του θυγατέρα να τον μεταφέρει εκεί μέ τό
αυτοκίνητο της. Εκείνη, παρά τις υποχρεώσεις τής ημέρας εκείνης καί τό
φόβο πού την διακατείχε γιά τό άγνωστο τής διαδρομής, προθυμοποιήθηκε
να τον μεταφέρει.
Σε ολη τη διαδρομή ό Γέροντας εύδιάθετος νουθετούσε πνευματικά καί
προσευχόταν. Οταν έφθασαν στα κατεχόμενα, καί λίγο πριν τό Μοναστήρι,
βρέθηκαν σε ένα δρόμο αδιέξοδο. Ούτε δεξιά, ούτε αριστερά, ούτε εμπρός
πήγαινε ό δρόμος. Καί να ήθελαν να επιστρέψουν πίσω, έπρεπε να βρουν
κάποιο άνοιγμα, για να στρίψουν. Ή κοπέλα τα έχασε. Σταμάτησε καί ρώτησε
μέ αγωνία τον Γέροντα:
— Τώρα, τί κάνουμε; Που πάμε, Γέροντα;
Ό Γέροντας έμεινε λίγο σκεπτικός καί μετά μέ πεποίθηση τής έδειξε μέ τό
χέρι, να συνεχίσει μπροστά. Εκείνη δίσταζε, επειδή μπροστά βρισκόταν ένα
χωράφι μέ αγκινάρες πολύ υψηλές, γιατί είχε περάσει καί ό καιρός τους
καί είχαν ξεσταχυάσει.