[Νέο ταξίδι προς το Άγιον Όρος, Μάιος 1910]
Το εσπέρας αναχωρήσαμεν εκ Βόλου και κατά την πρωίαν εφθάσαμεν εις
Θεσσαλονίκην, αλλά δεν εξήλθον του ατμοπλοίου, φοβούμενος μήπως πάθω όσα
έπαθον κατά το πρώτον ταξείδιον.
Περί την 4ην μ.μ. ώραν αναχωρήσαμεν εκ Θεσσαλονίκης, περί δε την εσπέραν
εβλέπομεν καθαρώς μακρόθεν το Άγιον Όρος, προ πάντων δε την κορυφήν του
Άθωνος. […]
Σύλληψις και φυλάκισις υπό των Τούρκων
Όταν το πλοίον [κατά την επιστροφή από το Άγιον Όρος] έφθασεν εις τον
λιμένα της Θεσσαλονίκης έκρινα καλόν να εξέλθω διά να προσκυνήσω τον
τάφον του Αγίου Δημητρίου, του προστάτου μου και μετά Θεόν φύλακος και
σωτήρος μου. Εξελθών, δεν ηξεύρω πώς, πάλιν οι Τούρκοι με εξέλαβον ως
κατάσκοπον και με είχον υπό επιτήρησιν αρκετάς ημέρας. Όταν δε απεφάσισα
να φύγω και επέρασα από το Τελωνείον με συνέλαβον και με επέρασαν από
τρεις σειράς συρματοπλεγμάτων και με έκλεισαν εκεί. Εύρον δε εκεί
κεκλεισμένον νεανίαν, τον οποίον ηρώτησα· διά ποίον λόγον μας έκλεισαν;
μοι λέγει· Διά να μας φονεύσουν, και εγώ είπον· Τι κακόν εποιήσαμεν;
Άφησε, μοι είπε, μη εξετάζεις το διατί… Δεν παρήλθον ολίγα λεπτά της
ώρας και κατέπλευσεν εις τον λιμένα της Θεσσαλονίκης ατμόπλοιον
ερχόμενον εκ Ρωμανίας με φορτίον πετρελαίου και αρκετούς επιβάτας.