«Ἡ μεγαλοψυχία ἑνός Ἁγίου»
“ΛΟΓΟΙ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ” Τόμος γ΄
Ἀρχιμ. Σεραφείμ Δημόπουλος
Κατά
τούς χρόνους τοῦ Ρωμαίου Αὑτοκράτορος Δεκίου ζοῦσε εἰς τήν περιοχήν τοῦ
Ἡρακλείου Κρήτης, εἰς τά μέρη τῆς Κνωσοῦ, ὅπου ὑπάρχουν σήμερα τά
ἐρείπια τοῦ ἀρχιτεκτονικοῦ ἀριστουργήματος ἀνακτόρου τῶν ἀρχαίων
βασιλιάδων τῆς Κρήτης, ἕνας εὐσεβής χριστιανός ὀνόματι Μύρων. Ἦταν
γεωργός κατά τό ἐπάγγελμα, ἄνθρωπος οἰκογενειάρχης, ὁ ὁποῖος καί
καλλιεργοῦσε μέ κάθε ἐπιμέλεια τά ὀλίγα κτήματά του ἀπό τά ἔσοδα τῶν
ὁποίων συντηροῦσε τήν οἱκογένειά του, καί βοηθοῦσε καί τούς πτωχούς.
Ἕνα
καλοκαίρι ὁ Μύρων εἶχε θερίσει, ἁλωνίσει καί τό σιτάρι ἦταν στό ἁλώνι.
Τό βράδυ ἔφτασε κλέφτης μέ τό ἄλογό του καί σκεφτόταν νά φορτώση τό
σιτάρι ἀλλά οἱ σάκκοι ἦταν βαρεῖς καί αὐτός ἀδυνατοῦσε. Σέ λίγο ἔφτασε
καί ὁ Μύρων καί ρώτησε τόν ξένο ἄν θέλη σέ τίποτε νά τόν βοηθήση. Ναί,τοῦ ἀπαντάει ὁ κλέφτης. Βοήθησε μέ νά φορτώσω τό σιτάρι. Ὁ
Μύρων τόν βοήθησε καί τόν κατευόδωσε. Ὅταν ὁ κλέφτης ἔφτασε στούς
συντρόφους του, τούς διηγήθηκε τίς ταλαιπωρίες του καί ὅτι ἕνας
περαστικός τόν βοήθησε νά φορτώση στό ζῶο του τό σιτάρι.