– Πώς θα νιώσουμε, Γέροντα, την προσευχή ως ανάγκη;
– Έπρεπε να είχατε πάει στον πόλεμο, για να μπορούμε να συνεννοηθούμε!
Στον στρατό, εν καιρώ πολέμου, όταν ήμασταν σε συνεχή επαφή και «εν
διαρκεί ακροάσει» με το Κέντρο, είχαμε περισσότερη σιγουριά.
Όταν επικοινωνούσαμε κάθε δύο ώρες, νιώθαμε μία ανασφάλεια. Όταν
επικοινωνούσαμε μόνο δύο φορές την ημέρα, πρωί και βράδυ, τότε νιώθαμε
ξεκρέμαστοι. Το ίδιο συμβαίνει και με την προσευχή. Όσο περισσότερο
προσεύχεται κανείς, τόσο περισσότερη πνευματική σιγουριά νιώθει. Είναι
ασφάλεια η προσευχή.
Αν βρισκόμαστε σε συνεχή επαφή και «εν διαρκεί ακροάσει» με τον Θεό, θα
προλαβαίνουμε κάθε κακό. Μια φορά μέσα σε ένα λεωφορείο ήταν ένας
μοναχός που προσευχόταν με κλειστά μάτια και οι άλλοι νόμιζαν ότι
κοιμάται. Κάποια στιγμή ένα φορτηγό που ερχόταν από την αντίθετη
κατεύθυνση χτύπησε πάνω σε μια κολόνα της ΔΕΗ και τα αυτοκίνητα που
έρχονταν από το ένα και από το άλλο ρεύμα συγκρούστηκαν μεταξύ τους και
έπαθαν μεγάλη ζημιά. Το λεωφορείο όμως βρέθηκε λίγα μέτρα έξω από τον
δρόμο, σαν να το πήρε ένα αόρατο χέρι, και κανένας από τους επιβάτες δεν
έπαθε τίποτε. Η προσευχή του μοναχού τους έσωσε.
– Γέροντα, συχνά λαϊκοί ρωτούν πώς θα συνηθίσουν να προσεύχονται.
– Κοίταξε, παλιά, μερικοί που ξεκινούσαν για τον Μοναχισμό και είχαν
σκληρό χαρακτήρα, πήγαιναν και ασκήτευαν σε απόκρημνα βράχια, μέσα σε
σπηλιές, σε τάφους ειδωλολατρών ή σε κατοικητήρια δαιμόνων. Εκεί
διέτρεχαν ένα σωρό κινδύνους – έτρεμαν μήπως ξεκοπεί ο βράχος,
μούγκριζαν οι δαίμονες κ.λπ. –, και ο φόβος τους ανάγκαζε να φωνάζουν
συνέχεια: «Χριστέ μου, Παναγία μου». Έτσι τους έμενε η καλή συνήθεια της
αδιάλειπτης προσευχής.