Πρωτοπρεσβυτέρου π. Δηµητρίου Ἀθανασίου
Εὑρισκόμαστε στὸ ἔτος 1948. Ὁ ἀδελφοκτόνος Ἐμφύλιος μαίνεται στὴν
ἑλληνικὴ ὕπαιθρο. Οἱ κάτοικοι τῆς Εὐρυτανίας καὶ τῆς ὀρεινῆς Ναυπακτίας
ἐγκαταλείπουν τὰ χωριά τους καὶ φεύγουν γιὰ ἀσφάλεια
σὲ ἄλλα μέρη τῆς Ἑλλάδος. Μαζί τους «φεύγει» καὶ ἡ θαυματουργὸς Εἰκόνα
τῆς Παναγίας τῆς Προυσσιώτισσας, ἡ ὁποία μεταφέρεται ἀπὸ τοὺς Μοναχοὺς
τοῦ Προυσσοῦ στὴν ἀκρόπολη τῆς Ναυπάκτου.
Τὸ Μοναστήρι παραμένει τελείως ἔρημο. Ὕστερα ἀπὸ καιρὸ ἀρχίζουν οἱ
ἐπιχειρήσεις τοῦ Στρατοῦ. Ἡ ἐνάτη Μεραρχία ἀναλαμβάνει ἐκκαθαριστικὲς
ἐπιχειρήσεις στὴν Εὐρυτανία. Μερικὰ τμήματα περνοῦν ἀπὸ τὸν Προυσσό.
Ὡρισμένοι ἀξιωματικοὶ καὶ στρατιῶτες πλησιάζουν στὴν σκοτεινὴ Ἐκκλησούλα
τῆς σπηλιᾶς καὶ μπαίνουν γιὰ νὰ προσκυνήσουν. Ἐκεῖ μέσα ἀντικρίζουν ἕνα
παράδοξο θέαμα: Μπροστὰ στὸ τέμπλο, στὰ ἀριστερὰ τῆς ὡραίας πύλης, ἕνα
ἀναμμένο καντήλι καὶ μιὰ καλόγρια γονατιστή. Οἱ στρατιῶτες ἀποροῦν. Πῶς
ζῆ αὐτὴ ἡ Μοναχὴ ἐδῶ, τὴν στιγμὴ ποὺ ἡ Εὐρυτανία εἶναι τελείως ἔρημη ἀπὸ
κατοίκους; Πῶς συντηρεῖται, τί τρώει, ποῦ βρίσκει λάδι γιὰ τὸ καντήλι;