«Ένα από τα ερωτήματα που με απασχολούσαν ήταν, το πώς είναι δυνατόν να ζήσεις “αναμάρτητα” μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο. Γιατί, όλες μας οι πράξεις, είναι τόσο ασήμαντες σε σχέση με όσα απαιτεί από εμάς το πνεύμα του Ευαγγελίου, το οποίο, στο τέλος αυτό φαίνεται απλώς αδύνατο, ουτοπικό!
»Και στον Άθωνα, όπως συνέβαινε και πριν να γίνω μοναχός, κάποιες φορές, η προσευχή μου διακοπτόταν από “θεομάχους”λογισμούς.
»Θυμάμαι, πόσο φοβερά βασανίστηκα κάποτε από αυτό, ότι δηλαδή, δεν
κατάφερα (στην ζωή μου) ούτε να μην κατακρίνω με τις σκέψεις· ούτε να
μην υπερηφανεύομαι· ούτε να μην αισθάνομαι αντιπάθειες κλπ. Και αφού όλα
αυτά δεν τα κατάφερα, άρχισα με τον Θεό ένα είδος “διαμάχης” της τάξεως
που θα λεχθεί.
»Έτσι, σε μια στιγμή μαρτυρικής μου παραστάσεως μπροστά στο κριτήριο του
Λόγου του Θεού, παρά τις προσπάθειές μου, αισθάνθηκα την άκρα αδυναμία
μου να παραμείνω στο πνεύμα των Εντολών Του.
»Και πρόφερα, τότε, αυτούς τους άφρονες λόγους:
–“Μιλάς λοιπόν, Εσύ, για την έσχατη Φοβερή Κρίση.
Αλλά, πώς άραγε θα κρίνεις, Εσύ, εμένα;
Ποιό είναι το δικό Σου Είναι;
Ποιές οι δικές Σου δυνατότητες και ποιές οι δικές μου;
Εγώ, είμαι άνθρωπος:
Αν δεν κοιμηθώ, αν δεν φάω κλπ., θα πεθάνω!
Κι αν κάποιος ή κάτι με κτυπήσει, πάλι θα πεθάνω!
Και, Εσύ, θα κρίνεις εμένα;!
Μα, Εσύ, δεν έχεις (καν) το δικαίωμα να κρίνεις εμένα!