Ο ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΟΣ ΧΕΙΡΙΣΜΟΣ ΣΤΙΣ ΣΕΚΤΕΣ1
τοῦ Μοναχοῦ π. Ἀρσενιου Βλιαγκόφτη
Δρ. Θεολογίας ‒ Πτ. Φιλοσοφίας.
Ἄς ἀκούσουμε τή μαρτυρία μιᾶς κοπέλας πού πέρασε ἀπό μία σέκτα.
Ἀποτελεῖ, νομίζω, τήν καλύτερη εἰσαγωγή στό θέμα μας, ἀλλά συγχρόνως καί
μία καλή σύνοψή του: «Ἐκεῖ λοιπόν [στήν ὀργάνωση] ἔτυχα
θερμῆς ὑποδοχῆς. Πολύ γρήγορα ἀνοίξαμε μία συζήτηση γιά τήν κατάσταση
τοῦ Κόσμου καί τί σκεπτόταν ὁ Θεός γι' αὐτό. Μέ πολύ γρήγορο ρυθμό
ἔγιναν αἰτία νά γεννηθεῖ μέσα μου ἕνα συναίσθημα ἐνοχῆς καί μέ ἔκαναν νά
καταλάβω ὅτι ἡ διδασκαλία τῆς "δικῆς τους Βίβλου" θά μοῦ ἔδινε τή
δυνατότητα νά τά δῶ ὅλα καθαρά καί θά μοῦ ἔδειχνε τό δρόμο πού ἔπρεπε νά
ἀκολουθήσω προκειμένου νά φτιάξω ἀφ' ἑνός μέν τόν ἑαυτό μου ἀφ' ἑτέρου
δέ νά συμβάλω στήν ἀποκατάσταση τοῦ κόσμου. Παρακολούθησα λοιπόν αὑτή τή
διδασκαλία, κατά τή διάρκεια τῆς ὁποίας ἀποκοιμήθηκα πολλές φορές (oἱ
συνεδρίες διαρκοῦσαν περισσότερο ἀπό τρεῖς ὧρες χωρίς διακοπή). Ἀπό τή
στιγμή πού δέν ἀντιδροῦσα, ὅπως αὐτοί θά ἤθελαν, ἀνέφεραν τόν Σατανᾶ καί
ἐγώ ὄφειλα νά ἀναγνωρίσω τά λάθη μου. Πέρασα τρία Σαββατοκύριακα στό
κέντρο τοῦ ἐνδογματισμοῦ (δηλ. στόν χῶρο τῆς σέκτας) δίχως νά μπορῶ νά
φέρω καμία ἀντίσταση καί δυσπιστοῦσα στό πῶς ἦταν δυνατόν νά μή μπορῶ νά
ἐξηγήσω τήν συμπεριφορά μου. Ἤμουνα δυστυχισμένη καί δέν κοιτοῦσα πλέον
νά ἐγκαταλείψω τή σέκτα, ἐνῶ κανείς δέν μέ ἐμπόδιζε. Οἱ μακρόσυρτοι
διάλογοι καί τά γεμάτα θέρμη τραγούδια γυρνοῦσαν πάντα γύρω ἀπό θέματα
δίχως νόημα. Μέ πίεσαν νά πάρω τήν ἀπόφαση, προκειμένου νά ἀγγίξω τήν
τελειότητα, νά κάνω "μικρές θυσίες", ὅπως νά ἐγκαταλείψω τόν ἄνδρα μου
καί τά παιδιά μου ἤ νά κάνω δωρεά στή σέκτα τά περιουσιακά μου στοιχεῖα.
Στό τέλος τοῦ τρίτου Σαββατοκύριακου ἤμουν πλέον ἕτοιμη γι' αὐτές τίς
θυσίες. Ἀγνοοῦσα αὐτό πού θά μοῦ ἔκαναν καί ἐπίσης ἀγνοοῦσα τόν τρόπο
πού θά ἔφθανα ἐκεῖ πού ἔλεγαν. Ὅπως καί νά ἔχουν τά πράγματα, αὐτό πού
αἰσθανόμουνα εἶναι ὅτι κατά τήν διάρκεια πού βρισκόμουν μέσα στή σέκτα
εἶχα κενά χρόνου. Προσπαθοῦσα νά θυμηθῶ ἀλλά δέν τά κατάφερνα. Αὐτές oἱ
προσπάθειες προκειμένου νά θυμηθῶ μοῦ εἶναι πολύ δυσάρεστες καί
σιχαίνομαι νά μπῶ πάλι μέσα στή θύμηση αὐτοῦ τοῦ ἐφιάλτη.