Μοναχή Χριστοδούλη η έγκλειστος
Την γνώρισα στα υστερνά της. Το εργόχειρό της ήταν ιερορράπτρια. Δεν ήτανε σπουδαία στο εργόχειρό της, αλλ’ η φτωχολογιά εκεί κατέφευγε. Σ’ όλους
τους μαθητές της Πατμιάδος Σχολής αυτή έραβε τα ρασάκια. Με τα λίγα
έσοδά της συντηρείτο, γιατί το μοναστήρι ήταν ιδιόρρυθμο καί δεν
εκάλυπτε τις ανάγκες των αδελφών τής Μονής.
Κάθε
φορά που πήγαινα στην γυναικεία Μονή, η Χριστοδούλη πίσω από την πύλη
περίμενε κάποιον να βρει να αγγαρεύση είτε γιά λίγο ψωμί είτε γιά
διάφορα τρόφιμα. Έβαζα κακό λογισμό: «Μά πέντε βήματα είναι ο φούρνος
καί το μαγαζί καί περιμένει εμένα να της ψωνίσω;». Κάθε φορά έδινε καί
φιλοδώρημα. Προσπαθούσα να τό αποφύγω. Λίγες φορές τό πέτυχα.
Επιμένοντας πώς είναι ευλογία της Παναγίας, μέ έκαμπτε να το πάρω.