Στο
σπίτι μας παραπάνω καθόταν ένας καλόγηρος και, κρίσις Θεού, ήτανε
δαιμονισμένος. Οι γέροι δεν μπορούσαν να έρχονται κάτω στο σπίτι μας, να
μεταλάβουν, και πήγαινα εγώ στο σπίτι τους απάνω, που είναι ο πάτερ-
Γεδεών εκεί απάνω, και τους μετελάμβανα.
Πήγαινα
στο Ιερό, έβγαζα το Αρτοφόριο, ερχόντουσαν οι γέροι στην Ωραία Πύλη
εκεί και τους μετελάμβανα. Αυτός μου ‘λεγε: «Ο διάβολος εκεί κάθεται
στην άκρη, στη Λιτή». Του λέω: «Τον βλέπεις;» «Τον βλέπω», λέει. Και ο
ίδιος έλεγε ότι:«Όταν
λέω την ευχή ταράττεται ο διάβολος, όταν λέω δεύτερη φορά αφρίζει· την
τρίτη ευχή άφαντος γίνεται!» Να η δύναμις της ευχής. Αυτό που λένε τα
βιβλία μας ότι:
— Παιδί μου, λέει ο Γέροντας, πες την ευχή. — Μα λέω και δεν καταλαμβάνω τίποτες. — Δεν καταλαμβάνεις, λέει, εσύ, αλλά ο διάβολος καταλαμβάνει και φεύγει. Νά, σ’ αυτόν τον καλόγηρο. Α, να πούμε και τον άλλο με το καλάθι. Ένας υποτακτικός, σαν ο Γέροντας τώρα, λέει τον πατερ-Αρσένιο: