Παπαχαράλαμπος Διονυσιάτης
Στήν Ν. Σκήτην ἀκριβῶς πάνω ἀπό τόν πύργον, ὑπάρχει μιά καλύβα ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου.
Ἐκεῖ
ἐπρόλαβα δύο γεροντάκια. Τό τελευταῖο λεγόταν Πρόδρομος. Ἀφοῦ ὁ
Γέρο-Πρόδρομος ἔφθασε σέ μεγάλην ἡλικίαν, ἑπόμενο ἦταν τό καλύβι του νά
εἶναι ἐντελῶς ἀνεπιμέλητο. Μάλιστα στά τελευταῖα του, μαζεύτηκαν τόσα
σκουπίδια καί ἀκαθαρσίες στό σπίτι, πού νόμιζες ὅτι εἶναι πραγματική
κοπριά. Ἕνας ἄλλος, ὁ εὐλαβέστατος Μοναχός Χρυσόστομος, τόν ἐπεμελεῖτο
γιά τ᾿ ἀπαραίτητα.
Μιά μέρα ἔρχεται στόν Γέροντα: «Ἅγιε πνευματικέ, ὁ π. Πρόδρομος δέν εἶναι καλά, τρέξε νά τόν κοινωνήσης».
Ἑτοιμάζει ὁ Γέροντας τά θεῖα Μυστήρια καί τρέχει ἀμέσως. Σέ λίγη ὥρα γύρισε. Ὅμως τόν βλέπω ἀλλοιωμένο, νά κλαίει μέ λυγμούς.
- Τί συμβαίνει, Γέροντα;