Του Διονύση Μακρή
ΜΕΡΟΣ Α’
Χωμένος στό εργαστήρι του, τό μικρό
ξυλουργείο πού διατηρούσε σέ ειδικά διαμορφωμένο χώρο δίπλα στό ασκητικό
του κελί στήν έρημο των Καυσοκαλυβίων τού Αγίου Όρους και άφοσιωμένος
στό εργόχειρό του, την κατασκευή μικρών ξύλινων σταυρών, ο γέροντας
ασκητής αδυνατούσε νά ακούσει τό νεαρό διάκο του δεσπότη, ο όποιος
έστεκε στήν αυλόπορτα του κελιού των Εισοδίων τής Θεοτόκου.
Ευλογείτε,
γέροντα. Γέροντα εύλογείτε, φώναζε καί ξαναφώναζε άλλά άπόκριση δεν
έπαιρνε. Πήρε τότε την άπόφαση καί άνοιξε την αυλόπορτα μπαίνοντας μέσα.
Πήγε κατευθείαν στό χώρο άπό όπου άκουγόταν ό θόρυβος. Είδε τόν γέροντα
σκυμμένο νά σκαλίζει μέ επιμέλεια καί άφοσίωση ένα ξύλο ένώ ταυτόχρονα
έλεγε συντονισμένα τήν προσευχή «Κύριε ήμών Ιησού Χριστέ, Υιέ τού Θεού
έλέησόν με». Είχε γυρισμένη τήν πλάτη καί δέν είδε πού μπήκε ό νεαρός
διάκονος.
Ευλογείτε,
γέροντα. Γέροντα εύλογείτε, φώναζε καί ξαναφώναζε άλλά άπόκριση δεν
έπαιρνε. Πήρε τότε την άπόφαση καί άνοιξε την αυλόπορτα μπαίνοντας μέσα.
Πήγε κατευθείαν στό χώρο άπό όπου άκουγόταν ό θόρυβος. Είδε τόν γέροντα
σκυμμένο νά σκαλίζει μέ επιμέλεια καί άφοσίωση ένα ξύλο ένώ ταυτόχρονα
έλεγε συντονισμένα τήν προσευχή «Κύριε ήμών Ιησού Χριστέ, Υιέ τού Θεού
έλέησόν με». Είχε γυρισμένη τήν πλάτη καί δέν είδε πού μπήκε ό νεαρός
διάκονος.