Ὁ
Γέρων
Ἰάκωβος
Τσαλίκης
Τόν
θέλω τόν Παράδεισο, αὐτός εἶναι ὁ
προορισμός μου, νά βρῶ μιά ἀκρίτσα νά
ἀναπαύωμαι, νά μήν βασανίζωμαι σέ ᾿
κείνο τό αἰώνιο πῦρ τῆς κολάσεως καί
τίποτε ἄλλο δέν θέλω.
»Διάβασα
λίγο
(κάποτε),
προσευχήθηκα
καί
πλάγιασα,
δέν
κοιμήθηκα.
Καί
μετά
ἄρχισα
νά
βλέπω
αὐτά.
Ἄρχισε
ἡ
ψυχή
μου
νά
ἀνεβαίνει
στά
οὐράνια
νοερῶς
καί
ἔβλεπε
τόν
Παράδεισο
πνευματικά.
Ξαφνικά
βλέπω,
ὄχι
φαντάσματα
καί
τέτοια
δαιμονικά,
βλέπω
ὅτι
βρίσκομαι
κάπου.
Καί
βλέπω
ἕναν
γέρο
ὅπου
τόν
᾿λέγαν
Ἠλία,
μέ
μιά
μηλωτή
καί
βάδιζα
σ᾿
ἕναν
φαρδύ
δρόμο,
πού
ἦταν
ἕνας
δρόμος
ὅλο
βιολέτες
κάθε
λογῆς
καί
γαρύφαλλα
σπαρτά
σάν
τό
στάρι.
Καί
λέω: