Γεν. 1,14 Καὶ εἶπεν ὁ
Θεός· γενηθήτωσαν φωστῆρες ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ
εἰς φαῦσιν ἐπὶ τῆς γῆς, τοῦ
διαχωρίζειν ἀνὰ μέσον τῆς ἡμέρας καὶ ἀνὰ
μέσον τῆς νυκτός· καὶ ἔστωσαν εἰς σημεῖα καὶ
εἰς καιροὺς καὶ εἰς ἡμέρας καὶ εἰς ἐνιαυτούς·
Γεν. 1,14 Και είπεν ο Θεός· “ας γίνουν (ας φανούν) εις τον
ουρανόν της γης φωτεινοί αστέρες, δια να φωτίζουν την γην και να χωρίζουν την
ημέραν από την νύκτα. Ας είναι οι αστέρες αυτοί εις σημεία μετεωρολογικών και
άλλων φαινομένων, και ας χρησιμεύουν εις κανονικήν μεταβολήν και διάκρισιν των
εποχών του έτους, των ημερών και των ετών.
Γεν. 1,15 καὶ ἔστωσαν
εἰς φαῦσιν ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ,
ὥστε φαίνειν ἐπὶ τῆς γῆς. καὶ ἐγένετο
οὕτως.
Γεν. 1,15 Προ παντός δε ας είναι αυτοί στον ουρανόν, ώστε
να φωτίζουν την γην”. Και έγινεν όπως ο Θεός διέταξε.
Γεν. 1,16 καὶ ἐποίησεν
ὁ Θεὸς τοὺς δύο φωστῆρας τοὺς μεγάλους, τὸν
φωστῆρα τὸν μέγαν εἰς ἀρχὰς τῆς ἡμέρας
καὶ τὸν φωστῆρα τὸν ἐλάσσω εἰς ἀρχὰς
τῆς νυκτός, καὶ τοὺς ἀστέρας.
Γεν. 1,16 Και έκαμεν ο Θεός τους δύο μεγάλους αστέρας, τον
ήλιον, τον μεγάλον αστέρα, να άρχη με το φως του όλην την ημέραν. Και τον
μικρότερον αστέρα, την σελήνην, να άρχη με το φως της κατά την νύκτα. Επίσης
διέταξε να φανούν και οι άλλοι αστέρες του ουρανού.
Γεν. 1,17 καὶ ἔθετο
αὐτοὺς ὁ Θεὸς ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ,
ὥστε φαίνειν ἐπὶ τῆς γῆς
Γεν. 1,17 Και έθεσεν αυτούς ο Θεός στο ουράνιον στερέωμα,
δια να στέλλουν το φως των επάνω εις την γην·
Γεν. 1,18 καὶ ἄρχειν
τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νυκτὸς καὶ διαχωρίζειν ἀνὰ
μέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σκότους.
καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλόν.
Γεν. 1,18 να εξουσιάζουν την ημέραν και την νύκτα και να
ξεχωρίζουν το φως από το σκότος. Και είδεν ο παντογνώστης Θεός, ότι το έργον
του αυτό ήτο καλόν, χρήσιμον και σκόπιμον.
Γεν. 1,19 καὶ ἐγένετο
ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα τετάρτη.
Γεν. 1,19 Εγινεν εσπέρα, έγινε πρωί και συνεπληρώθη η
τετάρτη ημέρα της δημιουργίας.
Γεν. 1,20 Καὶ εἶπεν ὁ
Θεός· ἐξαγαγέτω τὰ ὕδατα ἑρπετὰ ψυχῶν
ζωσῶν καὶ πετεινὰ πετόμενα ἐπὶ τῆς γῆς
κατὰ τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ. καὶ ἐγένετο
οὕτως.
Γεν. 1,20 Και είπεν ο Θεός· “να βγάλουν τα ύδατα των
θαλασσών ψάρια και ερπετά και πτηνά, τα οποία θα πετούν εις την ατμόσφαιραν
μεταξύ του ουρανίου θόλου και της γης”. Και έγινεν έτσι.
Γεν. 1,21 καὶ ἐποίησεν
ὁ Θεὸς τὰ κήτη τὰ μεγάλα καὶ πᾶσαν ψυχὴν
ζῴων ἑρπετῶν, ἃ ἐξήγαγε τὰ ὕδατα κατὰ
γένη αὐτῶν, καὶ πᾶν πετεινὸν πτερωτὸν κατὰ
γένος. καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλά.
Γεν. 1,21 Και εδημιούργησεν ο Θεός τα μεγάλα κήτη και τα
ψάρια και τα ερπετά, τα οποία σύμφωνα με την διαταγήν του έβγαλαν τα ύδατα
έκαστον κατά το ειδός αυτού· καθώς και όλα τα είδη των πτηνών καθένα κατά το
είδος του. Και είδεν ο Θεός ότι όλα ήσαν καλά και χρήσιμα δια τον σκοπόν, δια
τον οποίον έγιναν.
Γεν. 1,22 καὶ εὐλόγησεν
αὐτὰ ὁ Θεός, λέγων· αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε
καὶ πληρώσατε τὰ ὕδατα ἐν ταῖς θαλάσσαις, καὶ
τὰ πετεινὰ πληθυνέσθωσαν ἐπὶ τῆς γῆς.
Γεν. 1,22 Και ευλόγησεν αυτά ο Θεός λέγων· “γίνεσθε γόνιμα,
αυξάνεσθε και πολλαπλασιάζεσθε και γεμίσατε τα ύδατα των θαλασσών. Και τα
πετεινά επίσης ας πληθυνθούν επάνω εις την γην”.
Γεν. 1,23 καὶ ἐγένετο
ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα πέμπτη.
Γεν. 1,23 Και έγινεν εσπέρα και έγινε
πρωϊ και συνεπληρώθη η πέμπτη ημέρα της δημιουργίας.
Παρ. 1,20 Σοφία ἐν ἐξόδοις
ὑμνεῖται, ἐν δὲ πλατείαις παῤῥησίαν ἄγει·
Παρ. 1,20 Αντιθέτως προς τους εργάτας του σκότους και τας
δολιότητάς των, η σοφία του Θεού εξυμνείται δημοσία στους δρόμους από όσους την
έχουν γνωρίσει και δεχθή, και με παρρησίαν ακούεται η διδασκαλία της εις τας
πλατείας.
Παρ. 1,21 ἐπ᾿ ἄκρων
τειχέων κηρύσσεται, ἐπὶ δὲ πύλαις δυναστῶν παρεδρεύει, ἐπὶ
δὲ πύλαις πόλεως θαῤῥοῦσα λέγει·
Παρ. 1,21 Το κήρυγμά της διαλαλείται από τας υψηλάς επάλξεις
των τειχών, ώστε να ακούεται από όλους. Παραστέκει εις τας θύρας των αρχόντων,
δια να τους καθιστά σοφούς και συνετούς εις τα έργα των. Παρευρίσκεται εις τας
πύλας της πόλεως, όπου γίνονται συγκεντρώσεις δια την λύσιν μεγάλων ζητημάτων,
απευθύνεται προς όλους και με θάρρος πολύ λέγει;
Παρ. 1,22 ὅσον ἂν
χρόνον ἄκακοι ἔχωνται τῆς δικαιοσύνης, οὐκ αἰσχυνθήσονται·
οἱ δὲ ἄφρονες, τῆς ὕβρεως ὄντες ἐπιθυμηταί,
ἀσεβεῖς γενόμενοι ἐμίσησαν αἴσθησιν
Παρ. 1,22 “Οσον χρόνον οι άδολοι και άκακοι άνθρωποι κρατούν
και ακολουθούν τον βίον της δικαιοσύνης και της αρετής, δεν πρόκειται να.
εντροπιασθούν. Εξ αντιθέτου οι αμαρτωλοί, οι καταφρονηταί της θείας σοφίας,
επειδή επεθύμησαν την αλαζονικήν και γεμάτην επιδείξεις ζωήν, κατήντησαν εις
βάθος ασεβείας και εμίσησαν την αληθινήν και σώζουσαν γνώσιν του Θεού.
Παρ. 1,23 καὶ ὑπεύθυνοι
ἐγένοντο ἐλέγχοις, ἰδοὺ προήσομαι ὑμῖν ἐμῆς
πνοῆς ῥῆσιν, διδάξω δὲ ὑμᾶς τὸν ἐμὸν
λόγον.
Παρ. 1,23 Δι' αυτό και έγιναν υπεύθυνοι και άξιοι ελέγχων και
τιμωριών. Ιδού όμως ότι εγώ η σοφία, θα σας παρουσιάσω τα λόγια της ιδικής μου
εμπνεύσεως. Θα σας διδάξω τους ιδικούς μου λόγους.
Παρ. 1,24 ἐπειδὴ ἐκάλουν
καὶ οὐχ ὑπηκούσατε καὶ ἐξέτεινα λόγους καὶ
οὐ προσείχετε,
Παρ. 1,24 Επειδή είδα, ότι μολονότι σας εκαλούσα και σεις δεν
υπηκούσατε, εγώ η σοφία σας ωμίλησα εις εντονώτερον ύφος, εμάκρυνα τον λόγον
μου προς σας. Σεις όμως και πάλιν δεν εδίδατε καμμίαν προσοχήν·
Παρ. 1,25 ἀλλὰ ἀκύρους
ἐποιεῖτε ἐμὰς βουλάς, τοῖς δὲ ἐμοῖς
ἐλέγχοις οὐ προσείχετε,
Παρ. 1,25 αλλά τουναντίον εθεωρείτε χωρίς αξίαν και σημασίαν
τας σύμβουλάς μου. Εις δε τους ελέγχους μου δεν εδίδατε καμμίαν προσοχήν·
Παρ. 1,26 τοιγαροῦν κἀγὼ
τῇ ὑμετέρᾳ ἀπωλείᾳ ἐπιγελάσομαι, καταχαροῦμαι
δὲ ἡνίκα ἔρχηται ὑμῖν ὄλεθρος,
Παρ. 1,26 δια τούτο, λοιπόν, και εγώ θα γελάσω με την απώλειάν
σας, θα χαρώ πάρα πολύ, όταν θα επέρχεται εναντίον σας ο όλεθρος.
Παρ. 1,27 καὶ ὡς ἂν
ἀφίκηται ὑμῖν ἄφνω θόρυβος, ἡ δὲ καταστροφὴ
ὁμοίως καταιγίδι παρῇ, καὶ ὅταν ἔρχηται ὑμῖν
θλῖψις καὶ πολιορκία ἢ ὅταν ἔρχηται ὑμῖν
ὄλεθρος.
Παρ. 1,27 Και όταν αιφνιδίως εγερθή εναντίον σας ταραχή, ο δε
όλεθρός σας ως καταστρεπτική καταιγίς επιπέση επάνω σας, όταν σας βρη θλίψις
μεγάλη η πολιορκία της πόλεως σας από τους εχθρούς, όταν θα βλέπετε και σεις να
έρχεται αναπόφευκτος ο όλεθρός σας,
Παρ. 1,28 ἔσται γὰρ ὅταν
ἐπικαλέσησθέ με, ἐγὼ δὲ οὐκ εἰσακούσομαι ὑμῶν·
ζητήσουσί με κακοί, καὶ οὐχ εὑρήσουσιν·
Παρ. 1,28 τότε θα συμβή τούτο· θα με επικαλεσθήτε, εγώ όμως
δεν θα ακούσω την επίκλησίν σας. Θα με ζητήσουν ως βοηθόν των και στήριγμά των
οι κακοί εις τας δυσκόλους των περιστάσεις, και δεν θα με εύρουν ως λυτρωτήν
και σωτήρα των.
Παρ. 1,29 ἐμίσησαν γὰρ
σοφίαν, τὸν δὲ λόγον τοῦ Κυρίου οὐ προείλαντο,
Παρ. 1,29 Διότι εμίσησαν την θείαν σοφίαν, τον δε λόγον του
Κυρίου δεν τον επροτίμησαν, αλλά τον απέρριψαν.
Παρ. 1,30 οὐδὲ ἤθελον
ἐμαῖς προσέχειν βουλαῖς, ἐμυκτήριζον δὲ ἐμοὺς
ἐλέγχους.
Παρ. 1,30 Ούτε ήθελον να δώσουν προσοχήν εις τα θελήματά μου.
Εξ αντιθέτου περιέπαιζαν και εχλεύαζαν τους ελέγχους, τους οποίους προς
σωτηρίαν των απηύθυνα.
Παρ. 1,31 τοιγαροῦν ἔδονται
τῆς ἑαυτῶν ὁδοῦ τοὺς καρποὺς καὶ
τῆς ἑαυτῶν ἀσεβείας πλησθήσονται·
Παρ. 1,31 Δια τούτο θα φάγουν τους καρπούς της κακής των ζωής
και συμπεριφοράς. Θα απολαύσουν τα επίχειρα της κακίας των. Θα πλημμυρίσουν και
θα πνιγούν μέσα εις τας οδυνηράς συνεπείας της ασεβείας των.
Παρ. 1,32 ἀνθ᾿ ὧν
γὰρ ἠδίκουν νηπίους, φονευθήσονται, καὶ ἐξετασμὸς
ἀσεβεῖς ὀλεῖ.
Παρ. 1,32 Επειδή ηδίκησαν τους αφελείς και αγαθούς ανθρώπους,
θεία φοβερά κρίσις θα εξολοθρεύση τους ασεβείς.
Παρ. 1,33 ὁ δὲ ἐμοῦ
ἀκούων κατασκηνώσει ἐπ᾿ ἐλπίδι καὶ ἡσυχάσει
ἀφόβως ἀπὸ παντὸς κακοῦ.
Παρ. 1,33 Εκείνος όμως, που ακούει και υπακούει εις εμέ, την
σοφίαν, θα ζη με σταθεράν την ελπίδα του εις την παντοδύναμον προστασίαν του
Υψιστου και θα διατηρή την γαλήνην του εις κάθε περίστασιν, χωρίς φόβον από
κανένα κακόν”.
Ησ. α΄19- 31, β΄1- 3
Ησ. 1,19 καὶ ἐὰν
θέλητε καὶ εἰσακούσητέ μου, τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς
φάγεσθε·
Ησ. 1,19 Εάν δε θελήσετε και με ακούσετε και συμμορφωθήτε
προς τας εντολάς μου, θα φάγετε πλούσια τα αγαθά της γης.
Ησ. 1,20 ἐὰν δὲ
μὴ θέλητε, μηδὲ εἰσακούσητέ μου, μάχαιρα ὑμᾶς
κατέδεται· τὸ γὰρ στόμα Κυρίου ἐλάλησε ταῦτα.
Ησ. 1,20 Εάν όμως δεν θελήσετε και δεν με υπακούσετε και
απομακρυνθήτε από εμέ, η μάχαιρα των εχθρών σας θα σας καταφάγη”. Το στόμα του
Κυρίου είναι εκείνο, το οποίον διεκήρυξεν αυτά και θα γίνουν όπως τα είπε.
Ησ. 1,21 Πῶς ἐγένετο
πόρνη πόλις πιστὴ Σιών, πλήρης κρίσεως, ἐν ᾗ δικαιοσύνη ἐκοιμήθη
ἐν αὐτῇ, νῦν δὲ φονευταί.
Ησ. 1,21 Πως κατήντησε πόρνη η άλλοτε πιστή στον Θεόν
πόλις Σιών! Πως η Σιών, η οποία ήτο πλήρης δικαίας κρίσεως, πόλις εις την
οποίαν ανεπαύετο και επικρατούσε η δικαιοσύνη, τώρα δε έχουν εγκατασταθή εις
αυτήν και παραμένουν φονηάδες!
Ησ. 1,22 τὸ ἀργύριον
ὑμῶν ἀδόκιμον· οἱ κάπηλοί σου μίσγουσι τὸν οἶνον
ὕδατι·
Ησ. 1,22 Τα αργυρά νομίσματά σας είναι κίβδηλα. Οι κάπηλοί
σου ανακατεύουν και νοθεύουν τον οίνον με το νερό.
Ησ. 1,23 οἱ ἄρχοντές
σου ἀπειθοῦσι, κοινωνοὶ κλεπτῶν ἀγαπῶντες δῶρα,
διώκοντες ἀνταπόδομα, ὀρφανοῖς οὐ κρίνοντες καὶ
κρίσιν χηρῶν οὐ προσέχοντες.
Ησ. 1,23 Οι άρχοντές σου είναι απειθείς απέναντι του Θεού,
είναι συμμέτοχοι στους κλέπτας, αγαπούν τα δώρα της αμαρτίας, επιδιώκουν και
δέχονται δωροδοκίας, δια να κρίνουν μεροληπτικώς. Δεν κρίνουν με δικαιοσύνην
και δεν αποδίδουν το δίκαιον εις τα ορφανά. Ούτε ενδιαφέρονται δια την απόδοσιν
του δικαίου εις τας χήρας.
Ησ. 1,24 διὰ τοῦτο
τάδε λέγει Κύριος ὁ δεσπότης σαβαώθ, ὁ δυνάστης τοῦ Ἰσραήλ·
οὐαὶ τοῖς ἰσχύουσιν ἐν Ἱερουσαλήμ· οὐ
παύσεται γάρ μου ὁ θυμὸς ἐν τοῖς ὑπεναντίοις, καὶ
κρίσιν ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου ποιήσω.
Ησ. 1,24 Δια τούτο αυτό λέγει Κυριος, ο παντοκράτωρ, ο
Σαβαώθ, ο κυρίαρχος και αυθέντης του ισραηλιτικού λαού· “αλλοίμονον εις σας
τους άρχοντας της Ιερουσαλήμ! Δεν θα καταπαύση ο θυμός μου εναντίον των
αντιπάλων μου! Θα κάμω κρίσιν και θα επιβάλω δικαίας κυρώσεις εναντίον των
εχθρών μου.
Ησ. 1,25 καὶ ἐπάξω
τὴν χεῖρά μου ἐπὶ σὲ καὶ πυρώσω σε εἰς
καθαρόν, τοὺς δὲ ἀπειθοῦντας ἀπολέσω καὶ ἀφελῶ
πάντας ἀνόμους ἀπὸ σοῦ καὶ πάντας ὑπηφάνους
ταπεινώσω.
Ησ. 1,25 Θα απλώσω επάνω σου, ω Ιερουσαλήμ, βαρείαν την
χείρα μου· θα σε περάσω από το πυρ των θλίψεων και των οδυνών, δια να
καθαρισθής, όπως ο άργυρος καθαρίζεται δια του πυρός. Ετσι δε θα εξολοθρεύσω
εκείνους οι οποίοι με παρακούουν. Θα εξαφανίσω από ανάμεσά σου αυτούς, που
παραβαίνουν τον Νομον μου, και θα ταπεινώσω τους αλαζόνας και υπερηφάνους.
Ησ. 1,26 καὶ ἐπιστήσω
τοὺς κριτάς σου ὡς τὸ πρότερον καὶ τοὺς
συμβούλους σου ὡς τὸ ἀπ᾿ ἀρχῆς· καὶ
μετὰ ταῦτα κληθήσῃ πόλις δικαιοσύνης, μητρόπολις πιστὴ
Σιών.
Ησ. 1,26 Επειτα θα επαναφέρω και θα αποκαταστήσω τους
δικαστάς σου, όπως ήσαν προηγουμένως επί της εποχής του Δαυΐδ, και τους
συμβούλους σου ευθείς και δικαίους,όπως ήσαν εξ αρχής. Και έτσι συ θα ονομασθής
πόλις δικαιοσύνης, η Σιών η πρωτεύουσα του ισραηλιτικού λαού, η πιστή στον Θεόν!”
Ησ. 1,27 μετὰ γὰρ
κρίματος σωθήσεται ἡ αἰχμαλωσία αὐτῆς καὶ μετὰ
ἐλεημοσύνης.
Ησ. 1,27 Διότι έπειτα από την κάθαρσιν και την διόρθωσιν,
που θα επέλθη κατόπιν και της δικαίας τιμωρίας, θα σωθούν οι ευρισκόμενοι εις
την αιχμαλωσίαν και θα επιστρέψουν εις την γην των πατέρων των χάρις ςις το
έλεος του Κυρίου.
Ησ. 1,28 καὶ
συντριβήσονται οἱ ἄνομοι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἅμα,
καὶ οἱ ἐγκαταλιπόντες τὸν Κύριον συντελεσθήσονται.
Ησ. 1,28 Τοτε θα συντριβούν οι παραβαίνοντες τον Νομον και
όλοι μαζή οι αμαρτωλοί, και θα εξολοθρευθούν εξ ολοκλήρου όλοι εκείνοι, οι
οποίοι εγκαταλείπουν τον Κυριον.
Ησ. 1,29 διότι αἰσχυνθήσονται
ἐν τοῖς εἰδώλοις αὐτῶν, ἃ αὐτοὶ
ἠβούλοντο, καὶ ἐπαισχυνθήσονται ἐπὶ τοῖς
κήποις αὐτῶν, ἃ ἐπεθύμησαν.
Ησ. 1,29 Ετσι θα κατεντροπιασθούν και θα εξευτελισθούν,
διότι επίστευσαν εις τα είδωλα, τα οποία αυτοί ηθέλησαν αντί του αληθινού Θεού.
Θα κατεντροπιασθούν δια τα ειδωλολατρικά άλση της αμαρτίας, εις τα οποία
ηυχαριστείτο και επιθυμούσε η ψυχή των.
Ησ. 1,30 ἔσονται γὰρ
ὡς τερέβινθος ἀποβεβληκυῖα τὰ φύλλα καὶ ὡς
παράδεισος ὕδωρ μὴ ἔχων·
Ησ. 1,30 Θα γίνουν ωσάν το δένδρον τερέβινθος, του οποίου
έπεσαν τα φύλλα και ωσάν κήπος, ο οποίος δεν έχει πλέον νερό.
Ησ. 1,31 καὶ ἔσται
ἡ ἰσχὺς αὐτῶν ὡς καλάμη στιππύου καὶ
αἱ ἐργασίαι αὐτῶν ὡς σπινθῆρες πυρός, καὶ
κατακαυθήσονται οἱ ἄνομοι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἅμα,
καὶ οὐκ ἔσται ὁ σβέσων.
Ησ. 1,31 Ολη δε η δύναμίς των θα είναι άχρηστος πλέον και
ασήμαντος, σαν καλαμιά κοπανισμένου λιναριού, τα δε αμαρτωλά των έργα σαν
σπίθες φωτιάς επάνω εις αυτήν. Και έτσι θα κατακαούν οι άνομοι και οι αμαρτωλοί
όλοι μαζή και δεν θα υπάρχη κανείς να σβήση την πυρκαϊάν και να τους σώση.
Ησ. 2,1 Ὁ λόγος ὁ
γενόμενος παρὰ Κυρίου πρὸς Ἡσαΐαν υἱὸν Ἀμὼς
περὶ τῆς Ἰουδαίας καὶ περὶ Ἱερουσαλήμ.
Ησ. 2,1 Ο Αποκαλυπτικός λόγος εκ μέρους Κυρίου του
Θεού προς τον Ησαΐαν, τον υιόν του Αμώς, δια την Ιουδαίαν και την πόλιν
Ιερουσαλήμ.
Ησ. 2,2 Ὅτι ἔσται
ἐν ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις ἐμφανὲς τὸ ὄρος
Κυρίου καὶ ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ ἐπ᾿ ἄκρων
τῶν ὀρέων καὶ ὑψωθήσεται ὑπεράνω τῶν βουνῶν·
καὶ ἥξουσιν ἐπ᾿ αὐτὸ πάντα τὰ ἔθνη,
Ησ. 2,2 Ο Κυριος ωμίλησε και είπεν· ότι εις τας
τελευταίας ημέρας το άγιον όρος της Σιών, το οποίον είναι όρος Κυρίου, θα γίνη
εμφανές εις όλον τον κόσμον. Και ο ναός του Θεού, ο κτισμένος επάνω εις την
Σιών, θα γίνη ορατός από όλα τα σημεία και από πολύ μακράν, ως εάν είναι
κτισμένος επάνω εις τας κορυφάς των ορέων. Θα υψωθή επάνω από όλα τα βουνά και
θα προστρέξουν στο όρος τούτο του Κυρίου όλα τα έθνη.
Ησ. 2,3 καὶ
πορεύσονται ἔθνη πολλὰ καὶ ἐροῦσι· δεῦτε
καὶ ἀναβῶμεν εἰς τὸ ὄρος Κυρίου καὶ εἰς
τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ Ἰακώβ, καὶ ἀναγγελεῖ
ἡμῖν τὴν ὁδὸν αὐτοῦ, καὶ
πορευσόμεθα ἐν αὐτῇ· ἐκ γὰρ Σιὼν ἐξελεύσεται
νόμος καὶ λόγος Κυρίου ἐξ Ἱερουσαλήμ.
Ησ. 2,3 Πολλά έθνη θα προστρέξουν εκεί και θα λέγουν το
ένα στο άλλο. “εμπρός, ας αναβώμεν στο όρος του Κυρίου, στον ναόν του Θεού του
Ιακώβ. Εκεί ο Θεός θα αναγγείλη και θα καταστήση γνωστήν εις ημάς την οδόν
αυτού, εις την οποίαν πρέπει να πορευθώμεν. Διότι από το όρος Σιών θα εξέλθη ο
νέος Νομος και από την Ιερουσαλήμ θα κηρυχθή ο λόγος του Κυρίου.