Γ Ιω. 1,1 Ὁ πρεσβύτερος Γαΐῳ τῷ ἀγαπητῷ, ὃν ἐγὼ ἀγαπῶ
ἐν ἀληθείᾳ.
Γ Ιω. 1,1 Εγώ, ο μεγαλύτερος κατά την
ηλικίαν και κατά το αξίωμα, το οποίον μου έχει δώσει
ο Θεός, προς τον αγαπητόν Γαϊον,
τον οποίον εγώ αγαπώ με την αγνήν και άδολον αγάπην του Χριστού.
Γ Ιω. 1,2 Ἀγαπητέ,
περὶ πάντων εὔχομαί
σε εὐοδοῦσθαι καὶ
ὑγιαίνειν, καθὼς
εὐοδοῦταί σου ἡ ψυχή.
Γ Ιω. 1,2 Αγαπητέ, εύχομαι να
κατευοδώνεσαι και να προοδεύης εις όλα και να υγιαίνης, όπως προοδεύει και κατευοδώνεται η ψυχή σου.
Γ Ιω. 1,3 ἐχάρην
γὰρ λίαν ἐρχομένων
ἀδελφῶν καὶ
μαρτυρούντων σου τῇ ἀληθείᾳ, καθὼς σὺ ἐν ἀληθείᾳ περιπατεῖς.
Γ Ιω. 1,3 Εχάρηκα
δε πολύ και χαίρω κάθε φοράν που έρχονται αδελφοί, οι οποίοι με πληροφορούν και
μαρτυρούν δια την αλήθειάν σου, δηλαδή δια το γεγονός
ότι συ ζης και συμπεριφέρεσαι σύμφωνα με την αλήθειαν του Ευαγγελίου.
Γ Ιω. 1,4 μειζοτέραν
τούτων οὐκ ἔχω χαράν, ἵνα ἀκούω τὰ ἐμὰ τέκνα ἐν ἀληθείᾳ περιπατοῦντα.
Γ Ιω. 1,4 Δεν έχω δε άλλην μεγαλυτέραν χαράν, από το να
ακούω, ότι τα πνευματικά μου τέκνα ζουν μέσα εις την αλήθειαν
και φέρονται όπως επιβάλλει η αλήθεια.
Γ Ιω. 1,5 Ἀγαπητέ,
πιστὸν ποιεῖς ὃ
ἐὰν ἐργάσῃ
εἰς τοὺς ἀδελφοὺς καὶ εἰς τοὺς ξένους,
Γ Ιω. 1,5 Αγαπητέ, πράττεις και
ενεργείς κατά τρόπον σύμφωνον προς την πίστιν του Χριστού κάθε τι, που εργάζεσαι και θα εργασθής δια την πνευματικήν και υλικήν εξυπηρέτησιν των γνωστών
αδελφών, αλλά και των αγνώστων, που έχουν ανάγκην να
τους φιλοξενήσης.
Γ Ιω. 1,6 οἳ ἐμαρτύρησάν σου τῇ ἀγάπῃ ἐνώπιον ἐκκλησίας, οὓς καλῶς ποιήσεις προπέμψας ἀξίως τοῦ Θεοῦ.
Γ Ιω. 1,6 Αυτοί εμαρτύρησαν
και διεβεβαίωσαν εμπρός εις την συγκέντρωσιν
των πιστών δια την αγάπην, που δείχνεις εις όλους.
Αυτούς καλώς θα πράξης, εάν και στο μέλλον τους κατευοδώσης
όπως θέλει ο Θεός, παρέχων εις αυτούς όσα τους χρειάζονται δια το ταξίδι των.
Γ Ιω. 1,7 ὑπὲρ
γὰρ τοῦ ὀνόματος ἐξῆλθον,
μηδὲν λαμβάνοντες ἀπὸ τῶν ἐθνικῶν.
Γ Ιω. 1,7 Διότι αυτοί δια το όνομα του
Χριστού εβγηκαν και περιοδεύουν ανά τα διάφορα μέρη,
χωρίς να παίρνουν τίποτε από τους εθνικούς, προς τους οποίους κηρύττουν την αλήθειαν του Ευαγγελίου.
Γ Ιω. 1,8 ἡμεῖς
οὖν ὀφείλομεν ἀπολαμβάνειν τοὺς τοιούτους, ἵνα συνεργοὶ γινώμεθα τῇ ἀληθείᾳ.
Γ Ιω. 1,8 Ημείς, λοιπόν, έχομεν υποχρέωσιν να υποδεχώμεθα και να φιλοξενούμεν
αυτούς τους αδελφούς μας, δια να γινώμεθα έτσι συνεργάται εις την διάδοσιν της
αληθείας.
Γ Ιω. 1,9 Ἔγραψα
τῇ ἐκκλησίᾳ·
ἀλλ᾿ ὁ φιλοπρωτεύων
αὐτῶν Διοτρεφὴς
οὐκ ἐπιδέχεται ἡμᾶς.
Γ Ιω. 1,9 Εγραψα
εις την Εκκλησίαν δια το καθήκον αυτό της φιλοξενίας.
Αλλ' ο Διοτρεφής, που
επιδιώκει να κατέχη τα πρωτεία επί των μελών της
Εκκλησίας, δεν με δέχεται ως πρεσβύτερον, ως απόστολον του Χριστού.
Γ Ιω. 1,10 διὰ τοῦτο, ἐὰν ἔλθω, ὑπομνήσω αὐτοῦ τὰ ἔργα ἃ ποιεῖ, λόγοις πονηροῖς φλυαρῶν ἡμᾶς·
καὶ μὴ ἀρκούμενος ἐπὶ
τούτοις οὔτε αὐτὸς
ἐπιδέχεται τοὺς
ἀδελφοὺς καὶ
τοὺς βουλομένους κωλύει καὶ
ἐκ τῆς ἐκκλησίας ἐκβάλλει.
Γ Ιω. 1,10 Δια τούτο, εάν έλθω προς σας,
θα υπενθυμίσω ενώπιον όλων τα έργα, τα οποία πράττει φλυαρών
εις βάρος μας και κατηγορών ημάς με ανόητα και κακόβουλα λόγια. Και μη
αρκούμενος εις αυτά ούτε ο ίδιος δέχεται να φιλοξενή
τους περιοδεύοντας δια το κήρυγμα του Ευαγγελίου αδελφούς, αλλά και τους
εμποδίζει. Και αν αυτοί επιμείνουν στο καθήκον της φιλοξενίας, τους διώχνει έξω
από την Εκκλησίαν.
Γ Ιω. 1,11 Ἀγαπητέ,
μὴ μιμοῦ τὸ κακόν, ἀλλὰ τὸ ἀγαθόν. ὁ ἀγαθοποιῶν
ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν· ὁ
κακοποιῶν οὐχ ἑώρακε τὸν Θεόν.
Γ Ιω. 1,11 Αγαπητέ, μη μιμείσαι το κακόν, αλλά να μιμήσαι το αγαθόν.
Εκείνος που πράτει με προθυμίαν
και ανιδιοτέλειαν το αγαθόν είναι από τον Θεόν. Εξ αντιθέτου, εκείνος που πράτειτο
κακόν, δεν έχει ίδει και δεν έχει γνωρίσει καθόλου
τον Θεόν.
Γ Ιω. 1,12 Δημητρίῳ
μεμαρτύρηται ὑπὸ
πάντων καὶ ὑπ᾿
αὐτῆς τῆς
ἀληθείας· καὶ
ἡμεῖς δὲ μαρτυροῦμεν, καὶ οἴδατε ὅτι ἡ
μαρτυρία ἡμῶν ἀληθής
ἐστι.
Γ Ιω. 1,12 Δια τον Δημήτριον
έχει δοθή καλή μαρτυρία από όλους και από αυτήν ταύτην την φωνήν των γεγονότων.
Αλλά και ημείς μαρτυρούμεν και επιβεβαιώνομεν
τούτο· και ξέρετε καλά, ότι η μαρτυρία μας είναι αληθινή.
Γ Ιω. 1,13 Πολλὰ εἶχον γράφειν, ἀλλ᾿ οὐ θέλω διὰ μέλανος καὶ
καλάμου σοι γράψαι·
Γ Ιω. 1,13 Πολλά είχα να σου γράψω, αλλά
δεν θέλω να σου τα γράψω με μελάνη και πέννα.
Γ Ιω. 1,14 ἐλπίζω
δὲ εὐθέως ἰδεῖν σε, καὶ
στόμα πρὸς στόμα λαλήσομεν.
Γ Ιω. 1,14 Ελπίζω δε έντος
ολίγου να σε ιδώ και να ομιλήσωμεν
δια ζώσης φωνής από κοντά.
Γ Ιω. 1,15 εἰρήνη
σοι. ἀσπάζονταί σε οἱ φίλοι. ἀσπάζου τοὺς φίλους κατ᾿ ὄνομα.
Γ Ιω. 1,15 Η ειρήνη του Θεού ας είναι
πάντοτε μαζή σου. Σε χερετούν
οι εδώ φίλοι σου και αδελφοί. Χαιρέτησε ένα-ένα με τ' όνομα του τους φίλους μας
και αδελφούς.
Λουκ.
19,29 καὶ ἐγένετο ὡς
ἤγγισεν εἰς Βηθσφαγῆ καὶ Βηθανίαν πρὸς τὸ ὄρος
τὸ καλούμενον ἐλαιῶν, ἀπέστειλε δύο τῶν μαθητῶν
αὐτοῦ
Λουκ. 19,29 Και καθώς επλησίασεν εις την Βηθσφαγή και την Βηθανίαν,
κοντά στο όρος, που ελέγετο όρος των Ελαιών, έστειλε δύο από τους μαθητάς του,
Λουκ.
19,30 εἰπών· ὑπάγετε
εἰς τὴν κατέναντι κώμην, ἐν ᾗ εἰσπορευόμενοι εὑρήσετε
πῶλον δεδεμένον, ἐφ᾿ ὃν οὐδεὶς πώποτε ἀνθρώπων
ἐκάθισε· λύσαντες αὐτὸν ἀγάγετε.
Λουκ. 19,30 και τους είπε· “πηγαίνετε στο απέναντι χωριό και καθώς
θα εισέρχεθε, θα βρήτε ένα δεμένο πουλάρι, επάνω στο οποίον ποτέ κανείς
άνθρωπος δεν έχει καθίσει. Λύστε το και φέρτε το εδώ.
Λουκ.
19,31 καὶ ἐάν τις ὑμᾶς
ἐρωτᾷ, διατί λύετε; οὕτως ἐρεῖτε αὐτῷ,
ὅτι ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει.
Λουκ. 19,31 Και αν κανείς σας ερωτήση, διατί το λύετε; Σεις θα του
απαντήσετε ως εξής· ότι το χρειάζεται ο Κυριος”.
Λουκ.
19,32 ἀπελθόντες δὲ οἱ
ἀπεσταλμένοι εὗρον καθὼς εἶπεν αὐτοῖς, ἑστῶτα
τὸν πῶλον·
Λουκ. 19,32 Οταν δε επήγαν οι απεσταλμένοι, ευρήκαν όπως ακριβώς
είχεν είπει ο Κυριος, δηλαδή το πουλάρι να στέκεται εκεί.
Λουκ.
19,33 λυόντων δὲ αὐτῶν
τὸν πῶλον εἶπον οἱ κύριοι αὐτοῦ πρὸς
αὐτούς· τί λύετε τὸν πῶλον;
Λουκ. 19,33 Οταν δε έλυαν το πουλάρι, είπαν προς αυτούς οι κύριοι
του· “διατί λύετε το πουλάρι;”
Λουκ.
19,34 οἱ δὲ εἶπον
ὅτι ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει.
Λουκ. 19,34 Εκείνοι δε απήντησαν, ότι το χρειάζεται ο Κυριος.
Λουκ.
19,35 καὶ ἤγαγον αὐτὸν
πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἐπιῤῥίψαντες
ἑαυτῶν τὰ ἱμάτια ἐπὶ τὸν πῶλον ἐπεβίβασαν
τὸν Ἰησοῦν.
Λουκ. 19,35 Και το έφεραν προς τον Ιησούν. Και αφού έρριψαν επάνω
εις αυτό τα εξωτερικά των ενδύματα, εβοήθησαν τον Κυριον να ανεβή στο πουλάρι.
Λουκ.
19,36 πορευομένου δὲ αὐτοῦ
ὑπεστρώννυον τὰ ἱμάτια αὐτῶν ἐν τῇ ὁδῷ.
Λουκ. 19,36 Καθώς δε ο Κυριος επροχωρούσε, οι ακροαταί που τον
συνώδευαν, έστρωναν τα ενδύματά των στον δρόμον, εις ένδειξιν σεβασμού, δια να
περάση επάνω από αυτά.
Λουκ.
19,37 ἐγγίζοντος δὲ αὐτοῦ
ἤδη πρὸς τῇ καταβάσει τοῦ ὄρους τῶν ἐλαιῶν
ἤρξατο ἅπαν τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν χαίροντες
αἰνεῖν τὸν Θεὸν φωνῇ μεγάλῃ περὶ πασῶν
ὧν εἶδον δυνάμεων
Λουκ. 19,37 Οταν δε επλησίαζε στο τέρμα του κατηφορικού δρόμου του
όρους των Ελαιών, όλον το πλήθος των μαθητών με χαράν ήρχισαν να δοξολογούν τον
Θεόν με φωνήν μεγάλην δι' όλα τα καταπληκτικά θαύματα, που είχαν ιδεί,
Λουκ.
19,38 λέγοντες· εὐλογημένος
ὁ ἐρχόμενος βασιλεὺς ἐν ὀνόματι Κυρίου· εἰρήνη
ἐν οὐρανῷ καὶ δόξα ἐν ὑψίστοις.
Λουκ. 19,38 λέγοντες· “ευλογημένος ο βασιλεύς, που έρχεται εν
ονόματι Κυρίου. Δι' αυτού θα αποκατασταθή η ειρήνη μεταξύ του ουρανού και της
γης, του Θεού και των ανθρώπων και θα αναπέμπεται δόξα στον εν υψίστοις
πανάγαθον Θεόν”.
Λουκ.
19,39 καί τινες τῶν Φαρισαίων
ἀπὸ τοῦ ὄχλου εἶπον πρὸς αὐτόν·
διδάσκαλε, ἐπιτίμησον τοῖς μαθηταῖς σου.
Λουκ. 19,39 Και μερικοί από τους Φαρισαίους, που ήσαν αναμεμιγμένοι
με τον όχλον, εβγήκαν και είπαν εις αυτόν· “Διδάσκαλε, να επιπλήξης τους
μαθητάς σου, δια την δόξαν, που σου αποδίδουν και η οποία ανήκει μόνον στον
Μεσσίαν”.
Λουκ.
19,40 καὶ ἀποκριθεὶς
εἶπεν αὐτοῖς· λέγω ὑμῖν ὅτι ἐὰν
οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται.
Λουκ. 19,40 Και αποκριθείς ο Ιησούς τους είπε· “σας διαβεβαιώνω,
ότι εάν αυτοί σιωπήσουν, οι πέτρες θα φωνάξουν”.
Λουκ.
22,7 Ἦλθε δὲ ἡ ἡμέρα
τῶν ἀζύμων, ἐν ᾗ ἔδει θύεσθαι τὸ πάσχα,
Λουκ. 22,7 Ηλθε η ημέρα των αζύμων, η οποία ήρχιζε από την δύσιν
της Μ.Πεμπτης και ετελείωνε με την δύσιν της Μ.Παρασκευής. Κατ' αυτήν έπρεπε οι
Εβραίοι να ετοιμάσουν τα άζυμα ψωμιά, να θυσιάσουν δε και να ψήσουν τον
πασχάλιον αμνόν, ώστε να είναι έτοιμος μετά την δύσιν της Παρασκευής, που θα
ήρχιζε η μεγάλη ημέρα του Πασχα.
Λουκ.
22,8 καὶ ἀπέστειλε
Πέτρον καὶ Ἰωάννην εἰπών· πορευθέντες ἑτοιμάσατε ἡμῖν
τὸ πάσχα ἵνα φάγωμεν.
Λουκ. 22,8 Και έστειλε ο Ιησούς κατά το απόγευμα της Μ.Πεμπτης
τον Πετρον και τον Ιωάννην και τους είπε· “πηγαίνετε και ετοιμάσατέ μας το
Πασχα, δια να φάγωμεν”.
Λουκ.
22,9 οἱ δὲ εἶπον
αὐτῷ· ποῦ θέλεις ἑτοιμάσωμεν;
Λουκ. 22,9 Αυτοί δε του είπαν· “που θέλεις να ετοιμάσωμεν”;
Λουκ.
22,10 ὁ δὲ εἶπεν
αὐτοῖς· ἰδοὺ εἰσελθόντων ὑμῶν εἰς
τὴν πόλιν συναντήσει ὑμῖν ἄνθρωπος κεράμιον ὕδατος
βαστάζων· ἀκολουθήσατε αὐτῷ εἰς τὴν οἰκίαν
οὗ εἰσπορεύεται,
Λουκ. 22,10 Ο δε Ιησούς τους είπε· “ιδού καθώς θα εισέλθετε εις την
πόλιν, θα σας συναντήση ένας άνθρωπος, που θα βαστάζη μια πήλινη στάμνα νερό·
ακολουθήστε τον στο σπίτι, που θα μπη.
Λουκ.
22,11 καὶ ἐρεῖτε
τῷ οἰκοδεσπότῃ τῆς οἰκίας· λέγει σοι ὁ
διδάσκαλος, ποῦ ἐστι τὸ κατάλυμα ὅπου τὸ πάσχα
μετὰ τῶν μαθητῶν μου φάγω;
Λουκ. 22,11 Και θα πήτε στον οικοδεσπότην του σπιτιού· σε ερωτά ο
διδάσκαλος, που είναι το κατάλυμα, όπου μαζή με τους μαθητάς μου θα φάγω το
Πασχα;
Λουκ.
22,12 κἀκεῖνος ὑμῖν
δείξει ἀνώγαιον μέγα ἐστρωμένον· ἐκεῖ ἑτοιμάσατε.
Λουκ. 22,12 Και εκείνος θα σας δείξη ένα μεγάλο ανώγειον
τακτοποιημένον και με στρωμένα τα ανάκλιντρα γύρω από το τραπέζι του φαγητού.
Εκεί να ετοιμάσετε (δια το νέον πάσχα, το πάσχα της Καινής Διαθήκης, που εγώ θα
εγκαινιάσω απόψε μαζή σας)”.
Λουκ.
22,13 ἀπελθόντες δὲ εὗρον
καθὼς εἴρηκεν αὐτοῖς, καὶ ἡτοίμασαν τὸ
πάσχα.
Λουκ. 22,13 Επήγαν δε οι δύο μαθηταί, ευρήκαν όπως τους είχε πει ο
Κυριος και ετοίμασαν τα του πάσχα.
Λουκ.
22,14 Καὶ ὅτε ἐγένετο
ἡ ὥρα, ἀνέπεσε, καὶ οἱ δώδεκα ἀπόστολοι σὺν
αὐτῷ.
Λουκ. 22,14 Και όταν ήλθεν η ώρα εξηπλώθη ο Κυριος κοντά εις την
τράπεζαν του φαγητού και μαζή με αυτόν οι δώδεκα, ο καθένας εις την θέσιν του.
Λουκ.
22,15 καὶ εἶπε πρὸς
αὐτούς. ἐπιθυμίᾳ ἐπεθύμησα τοῦτο τὸ πάσχα
φαγεῖν μεθ᾿ ὑμῶν πρὸ τοῦ με παθεῖν·
Λουκ. 22,15 Και είπε προς αυτούς· “πάρα πολύ επεθύμησα προτού να
σταυρωθώ, να φάγω μαζή σας τούτο το πάσχα· (όχι το εβραϊκόν που θα αρχίση
αύριον με τον πασχάλιον αμνόν, αλλά το νέον πάσχα της Καινής Διαθήκης, κατά το
οποίον εγώ θα τελέσω το μυστήριον της θείας Ευχαριστίας και θα σας δώσω προς
τροφήν, όχι τον συμβολικόν πασχάλιον αμνόν, αλλά αυτό τούτο το σώμα μου και το
αίμα μου).
Λουκ.
22,16 λέγω γὰρ ὑμῖν
ὅτι οὐκέτι οὐ μὴ φάγω ἐξ αὐτοῦ ἕως
ὅτου πληρωθῇ ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ.
Λουκ. 22,16 Σας λέγω δε τούτο, ότι αυτό είναι το τελευταίον μου
πάσχα και δεν θα φάγω πλέον μαζή σας από αυτό, μέχρι ότου τούτο ολοκληρωθή εις
την βασιλείαν του Θεού, οπότε η επικοινωνία και ενότης μεταξύ μας θα είναι
πλήρης και αιωνία”.
Λουκ.
22,17 καὶ δεξάμενος τὸ
ποτήριον εὐχαριστήσας εἶπε· λάβετε τοῦτο καὶ
διαμερίσατε ἑαυτοῖς·
Λουκ. 22,17 Και αφού έλαβε από τους μαθητάς το ποτήριον με τον
οίνον, ευχαρίστησε τον Θεόν και το έδωκε εις αυτούς, όπως εσυνιθίζετο πάντοτε
εις την αρχήν κάθε επισήμου δείπνου, και τους είπε· λάβετε τούτο και μοιράσατέ
το μεταξύ σας, ώστε να πίωμεν όλοι από αυτό, εις δείγμα της αγάπης που μας
συνδέει.
Λουκ.
22,18 λέγω γὰρ ὑμῖν
ὅτι οὐ μὴ πίω ἀπὸ τοῦ γενήματος τῆς ἀμπέλου
ἕως ὅτου ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔλθῃ.
Λουκ. 22,18 Διότι σας λέγω, ότι δεν θα ξαναπιώ από το προϊόν αυτό
της αμπέλου, έως ότου έλθη η χαρμόσυνος βασιλεία του Θεού”.
Λουκ.
22,19 καὶ λαβὼν ἄρτον
εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς
λέγων· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου τὸ ὑπὲρ
ὑμῶν διδόμενον· τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν
ἀνάμνησιν.
Λουκ. 22,19 Και αφού επήρε εις τα χέρια του άρτον, ευχαρίστησε τον
Θεόν, έκοψεν εις τεμάχια τον άρτον, έδωκεν εις αυτούς και είπεν· “αυτό, που σας
δίδω τώρα, δεν είναι κοινός και συνήθης άρτος. Είναι αυτό τούτο το σώμα μου, το
οποίον μετ' ολίγον παραδίδεται θυσία επάνω στον σταυρόν δια την σωτηρίαν των
ανθρώπων. Τούτο να πράττετε πάντοτε, δια να φέρετε ζωηρά εις την μνήμην σας την
θυσίαν, την οποίαν εγώ προσφέρω εις σωτηρίαν, όχι μόνον ιδικήν σας, αλλά και
όλου του κόσμου”.
Λουκ.
22,20 ὡσαύτως καὶ τὸ
ποτήριον μετὰ τὸ δειπνῆσαι λέγων· τοῦτο τὸ
ποτήριον ἡ καινὴ διαθήκη ἐν τῷ αἵματί μου, τὸ
ὑπὲρ ὑμῶν ἐκχυνόμενον.
Λουκ. 22,20 Επίσης όταν ετελείωσε το δείπνον επήρε το ποτήριον,
ευχαρίστησε τον ουράνιον πατέρα, το έδωκε στους μαθητάς και είπε· “αυτό που
περιέχεται μέσα στο ποτήριον δεν είναι πλέον οίνος. Είναι η Καινή Διαθήκη, που
επικυρώνεται με το αίμά μου, το οποίον έντος ολίγου θα χυθή δια την σωτηρίαν
σας.
Λουκ.
22,21 πλὴν ἰδοὺ ἡ
χεὶρ τοῦ παραδιδόντος με μετ᾿ ἐμοῦ ἐπὶ
τῆς τραπέζης.
Λουκ. 22,21 Αλλ' ενώ εγώ προσφέρω την μεγάλην θυσίαν και καθιερώνω
την νέαν διαθήκην μεταξύ Θεού και ανθρώπων, ιδού το χέρι εκείνου, που με
παραδίδει στους σταυρωτάς μου, είναι μαζή μου εις την τράπεζαν αυτήν και βουτά
τον άρτον στο αυτό με εμέ πιάτο.
Λουκ.
22,22 καὶ ὁ μὲν υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου πορεύεται κατὰ τὸ ὡρισμένον· πλὴν
οὐαὶ τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ δι᾿ οὗ
παραδίδοται.
Λουκ. 22,22 Και ο μεν υιός του ανθρώπου προχωρεί τον δρόμον του,
όπως ο ουράνιος Πατήρ ώρισε. Αλλά αλλοίμονον στον άνθρωπον εκείνον, δια του
οποίου ο υιός του ανθρώπου παραδίδεται στους σταυρωτάς”.
Λουκ.
22,23 καὶ αὐτοὶ ἤρξαντο
συζητεῖν πρὸς ἑαυτοὺς τὸ τίς ἄρα εἴη ἐξ
αὐτῶν ὁ τοῦτο μέλλων πράσσειν.
Λουκ. 22,23 Και αυτοί ήρχισαν να συζητούν μεταξύ των, ποίος τάχα από
αυτούς θα ήτο εκείνος, που έμελλε να διαπράξη αυτό το έγκλημα.
Λουκ.
22,24 Ἐγένετο δὲ καὶ
φιλονεικία ἐν αὐτοῖς, τὸ τίς αὐτῶν δοκεῖ
εἶναι μείζων.
Λουκ. 22,24 Εγινε όμως και φιλονεικίαν μεταξύ των περί του ποίος από
αυτούς εθεωρείτο πρώτος.
Λουκ.
22,25 ὁ δὲ εἶπεν
αὐτοῖς· οἱ βασιλεῖς τῶν ἐθνῶν
κυριεύουσιν αὐτῶν, καὶ οἱ ἐξουσιάζοντες αὐτῶν
εὐεργέται καλοῦνται·
Λουκ. 22,25 Ο δε Κυριος τους είπε· “οι βασιλείς των εθνών κυριαρχούν
επάνω εις τα έθνη με την δύναμιν και την βίαν. Και αυτοί, που έχουν εξουσίαν
επάνω εις τα έθνη και ταλαιπωρούν τα έθνη, ανακηρύσσονται από τους κόλακας,
κατ' ανάγκην δε και από τον λαόν, ευργέται.
Λουκ.
22,26 ὑμεῖς δὲ οὐχ
οὕτως, ἀλλ᾿ ὁ μείζων ἐν ὑμῖν γινέσθω ὡς
ὁ νεώτερος, καὶ ὁ ἡγούμενος ὡς ὁ διακονῶν.
Λουκ. 22,26 Σεις όμως δεν πρέπει να κάνετε όπως εκείνοι, αλλά ο
μεγαλύτερος μεταξύ σας ας γίνη όπως ο νεώτερος, ο οποίος καθό νεώτερος έχει την
υποχρέωσιν να υπηρετή τους άλλους. Και ο ανώτερος μεταξύ σας, ας υπηρετή σαν
δούλος τους άλλους.
Λουκ.
22,27 τίς γὰρ μείζων, ὁ
ἀνακείμενος ἢ ὁ διακονῶν; οὐχὶ ὁ ἀνακείμενος;
ἐγὼ δέ εἰμι ἐν μέσῳ ὑμῶν ὡς ὁ
διακονῶν.
Λουκ. 22,27 Διότι ποίος είναι ανώτερος; Εκείνος που κάθεται στο
τραπέζι και τρώγει η εκείνος που όρθιος τον υπηρετεί; Δεν είναι ανώτερος αυτός
που κάθεται στο τραπέζι; Ασφαλώς. Και όμως εγώ ο διδάσκαλος και ο Κυριος σας,
είμαι μεταξύ σας ως υπηρέτης, που σας εξυπηρετεί.
Λουκ.
22,28 ὑμεῖς δέ ἐστε
οἱ διαμεμενηκότες μετ᾿ ἐμοῦ ἐν τοῖς
πειρασμοῖς μου·
Λουκ. 22,28 Σεις, οι μαθηταί μου, είσθε εκείνοι που εμείνατε μαζή
μου όλο το διάστημα των δοκιμασιών μου και των διωγμών, και δεν εκλονισθήκατε
εις την πίστιν.
Λουκ.
22,29 κἀγὼ διατίθεμαι ὑμῖν
καθὼς διέθετό μοι ὁ πατήρ μου βασιλείαν,
Λουκ. 22,29 Και εγώ, δια να ανταμείψω την αφοσίωσιν σας, σας
υπόσχομαι βασιλείαν, όπως και ο Πατήρ ώρισε και έδωσεν εις εμέ βασιλείαν και
αξίωμα βασιλέως.
Λουκ.
22,30 ἵνα ἐσθίητε καὶ
πίνητε ἐπὶ τῆς τραπέζης μου ἐν τῇ βασιλείᾳ
μου, καὶ καθίσεσθε ἐπὶ θρόνων κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς
τοῦ Ἰσραήλ.
Λουκ. 22,30 Και μία απολαυή αυτής της υποσχέσεώς μου είναι να
τρώγετε και να πίνετε επί της τραπέζης μου εις την βασιλείαν μου, να
απολαμβάνετε τα ανεκτίμητα αγαθά της αιωνίου ζωής. Και το επίσης σπουδαίον, θα
καθίσετε επάνω εις θρόνους, δια να δικάζετε τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ.
Λουκ.
22,31 Εἶπε δὲ ὁ
Κύριος· Σίμων Σίμων, ἰδοὺ ὁ σατανᾶς ἐξῃτήσατο
ὑμᾶς τοῦ σινιάσαι ὡς τὸν σῖτον·
Λουκ. 22,31 Μείνατε, λοιπόν, πιστοί μέχρι τέλους, διότι θα
αντικρύσετε πολλούς πειρασμούς”. Είπε δε ακόμη ο Κυριος· “Σιμων, Σιμων, ιδού ο
σατανάς εζήτησε την άδειαν από τον Θεόν να σας συγκλονίση και σας ξεσκονίση,
ωσάν το σιτάρι μέσα στο κόσκινο.
Λουκ.
22,32 ἐγὼ δὲ ἐδεήθην
περὶ σοῦ ἵνα μὴ ἐκλίπῃ ἡ πίστις
σου· καὶ σύ ποτε ἐπιστρέψας στήριξον τοὺς ἀδελφούς
σου.
Λουκ. 22,32 Και εγώ προσευχήθηκα για σένα, να μη χαθή η πίστις σου.
Και συ, όταν κάποτε μετανοημένος επιστρέψης κοντά μου, στήριξε τους αδελφούς
σου και με τους λόγους σου και με το παράδειγμα της μετανοίας σου”.
Λουκ.
22,33 ὁ δὲ εἶπεν
αὐτῷ· Κύριε, μετὰ σοῦ ἕτοιμός εἰμι καὶ
εἰς φυλακὴν καὶ εἰς θάνατον πορεύεσθαι.
Λουκ. 22,33 Ο Πετρος όμως, σαν διαμαρτυρόμενος δι' αυτό που
απεκάλυψε ο Κυριος, του είπε· “Κυριε, είμαι έτοιμος να βαδίσω μαζή σου εις
φυλακήν και εις θάνατον”.
Λουκ.
22,34 ὁ δὲ εἶπε·
λέγω σοι, Πέτρε, οὐ φωνήσει σήμερον ἀλέκτωρ πρὶν ἢ τρὶς
ἀπαρνήσῃ μὴ εἰδέναι με.
Λουκ. 22,34 Ο δε Κυριος του είπε· “σε διαβεβαιώνω, Πετρε, ότι δεν θα
λαλήση κατά την νύκτα αυτήν ο πετεινός, πριν συ τρεις φορές με απαρνηθής και
διακηρύξης ότι δεν με γνωρίζεις”.
Λουκ.
22,35 Καὶ εἶπεν αὐτοῖς·
ὅτε ἀπέστειλα ὑμᾶς ἄτερ βαλλαντίου καὶ
πήρας καὶ ὑποδημάτων, μή τινος ὑστερήθητε; οἱ δὲ
εἶπον· οὐθενός.
Λουκ. 22,35 Και είπεν εις αυτούς· “όταν σας έστειλα κατά την πρώτην
περιοδείαν σας χωρίς χρήματα, χωρίς ταξιδιωτικό σακκίδιο και χωρίς υποδήματα,
μήπως εστερηθήκατε τίποτε;” Εκείνοι δε απήντησαν· “όχι,τίποτε δεν
εστερηθήκαμε”.
Λουκ.
22,36 εἶπεν οὖν αὐτοῖς·
ἀλλὰ νῦν ὁ ἔχων βαλλάντιον ἀράτω, ὁμοίως
καὶ πήραν, καὶ ὁ μὴ ἔχων πωλήσει τὸ ἱμάτιον
αὐτοῦ καὶ ἀγοράσει μάχαιραν.
Λουκ. 22,36 Είπε λοιπόν εις αυτούς· “τα πράγματα τώρα αλλάζουν και
πρέπει να είσθε συνετοί και προνοητικοί, διότι θα συναντήσετε δυσκολίας. Εκείνος
που έχει βαλάντιον, ας το παρή μαζή του, διότι θα του χρειασθούν χρήματα, προς
συντήρησίν του. Το ίδιο ας κάμη και εκείνος που έχει σακκίδιο· ας το παρή
γεμάτο τρόφιμα και ας πωλήση το ένδυμά του εκείνος που δεν έχει μάχαιραν, δια
να αγοράση.(Με τα λόγια μου αυτά δεν θέλω να σας συστήσω ποτέ να οπλισθήτε με
φονικά όργανα, δια να ανθίσταθε στους εχθρούς σας, αλλά θέλω να σας κάμω να
εννοήσετε καλά, ότι θα συναντήσετε θανασίμους εχθρούς δια το όνομά μου,
απέναντι των οποίων πρέπει να φέρεσθε με σταθερότητα και με σύνεσιν. Δι' αυτό
πρέπει να οπλισθήτε με τα πνευματικά όπλα της πίστεως και της αρετής).
Λουκ.
22,37 λέγω γὰρ ὑμῖν
ὅτι ἔτι τοῦτο τὸ γεγραμμένον δεῖ τελεσθῆναι
ἐν ἐμοί, τὸ καὶ μετὰ ἀνόμων ἐλογίσθη·
καὶ γὰρ τὰ περὶ ἐμοῦ τέλος ἔχει.
Λουκ. 22,37 Ο άσπονδος πόλεμος έχει τώρα αρχίσει εναντίον μου.
Διότι σας λέγω ότι πρέπει να εκπληρωθή εις εμέ τώρα και τούτο ακόμα, που έχει
γραφή από τον προφήτην Ησαΐαν, το· Και μεταξύ ανόμων και κακούργων
συγκαταριθμήθηκε, δια να τιμωρηθή μαζή με αυτούς ως άνομος. Πρέπει να γίνη και
αυτό, διότι όσα έχουν προφητευθή περί εμού παίρνουν τώρα τέλος και πλήρη
πραγματοποίησιν”.
Λουκ.
22,38 οἱ δὲ εἶπον·
Κύριε, ἰδοὺ μάχαιραι ὧδε δύο. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς·
ἱκανόν ἐστι.
Λουκ. 22,38 Οι δε μαθηταί, που δεν εκατάλαβαν το αλληγορικόν νόημα
των λόγων του, είπαν· “Κυριε, ιδού, υπάρχουν εδώ δύο μάχαιραι”. Ο δε Κυριος
τους είπε· “φθάνει έως εδώ· ας σταματήσωμε την συζήτησιν”.
Λουκ.
22,39 Καὶ ἐξελθὼν
ἐπορεύθη κατὰ τὸ ἔθος εἰς τὸ ὄρος τῶν
ἐλαιῶν· ἠκολούθησαν δὲ αὐτῷ καὶ
οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ.
Λουκ. 22,39 Και αφού εβγήκεν επήγε, όπως εσυνήθιζε, στο όρος των
Ελαιών· τον ηκολούθησαν δε και οι μαθηταί του.