Τοῦ Ἱερομονάχου Γρηγορίου
Εἶναι σωστὸ νὰ δίνωνται δύο ὀνόματα στὴν βάπτιση;
Ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο κατ’
εἰκόνα Του (1), καὶ κάθε νέος ἄνθρωπος ποὺ γεννιέται εἶναι μία
καινούργια εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἔρχεται στὸν κόσμο στολισμένος μὲ τὰ δικά
του ἰδιαίτερα χαρίσματα καὶ γνωρίσματα, μοναδικὸς σὲ σχέση μὲ ὅλους τοὺς
ἄλλους συνανθρώπους του. Αὐτὴ τὴν μοναδικότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου
ἐκφράζει πρωτίστως τὸ ὄνομα ποὺ λαμβάνει ὁ Χριστιανὸς μὲ τὴν ἀκολουθία
τῆς Ὀνοματοδοσίας. Τὸ ὄνομα τοῦ ἀνθρώπου «τοῦ δίνει ταυτότητα ὡς πρόσωπο
καὶ διαβεβαιώνει τὴν μοναδικότητά του. Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία φροντίζει νὰ
τοῦ δώση ὄνομα. Δὲν θεωρεῖ τὸ βρέφος ἁπλά ἄνθρωπο, γενικὰ καὶ ἀόριστα,
οὔτε σὰν φορέα μιᾶς ἀφηρημένης καὶ ἀπρόσωπης ἀνθρώπινης φύσης…
Ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν Εὐχὴ τῆς ὀνοματοδοσίας
ὁμολογεῖ τὴν μοναδικότητα τοῦ συγκεκριμένου παιδιοῦ καὶ ἀναγνωρίζει τὸ
θεϊκὸ δῶρο τῆς προσωπικότητός του» (2). Στοὺς ἀρχαίους χρόνους ἡ
Ὀνοματοδοσία καὶ ἡ σφράγιση μὲ τὸ σημεῖο τοῦ ζωοποιοῦ Σταυροῦ γινόταν
ὅταν κάποιος δήλωνε τὴν ὁριστική του ἀπόφαση νὰ βαπτισθῆ. Μὲ τὴν
ἐπικράτηση τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ αὐτὸ ἄρχισε νὰ γίνεται τὴν ὀγδόη ἡμέρα ἀπὸ
τὴν γέννηση τοῦ παιδιοῦ, ὅπως ἔγινε ἡ ὀνοματοδοσία στὸν Κύριο καὶ στὸν
Τίμιο Πρόδρομο (3). Ἡ σωστὴ αὐτὴ τάξη διατηρήθηκε σὲ ὅλη τὴν βυζαντινὴ
περίοδο.