Εὐκολότερο εἶναι στό θνητό
ἄνθρωπο νά βυθομετρήσει τή θάλασσα ἤ νά ὑπολογίσει τό ὕψος τοῦ ἔναστρου
στερεώματος, παρά νά μετρήσει τό ὕψος καί τό βάθος τῆς θείας σοφίας καί
πρόνοιας γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
Γι᾿ αὐτό κι εἶναι πολύ περισσότεροι ἐκεῖνοι πού ἐπιδίδονται στήν πρώτη
μέτρηση παρά στή δεύτερη. Εἶναι περισσότεροι ἐκεῖνοι πού ἐξετάζουν τά
μάτια, παρά ἐκεῖνοι πού ἐρευνοῦν τό πνεῦμα. Αὐτό πού ἐρευνοῦν τά μάτια
μοιάζει πιό σπουδαῖο, στήν πραγματικότητα ὅμως αὐτά πού ἐρευνᾶ κι
ἐξετάζει τό πνεῦμα εἶναι ἀσύγκριτα πιό βαθιά, πιό μεγάλα καί πιό πλατιά,
«τό γάρ Πνεῦμα πάντα ἐρευνᾶ καί τά βάθη τοῦ Θεοῦ» (Α΄ Κορ. Β΄, 10).
Τό βάθος τῆς θεϊκῆς σοφίας στό ξεκίνημα τοῦ παλιοῦ κόσμου ἦταν μεγάλο
καί θαυμαστό. Δέν ἦταν ὅμως ὅπως τό ξεκίνημα τοῦ νέου κόσμου, μέ τή
γέννηση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πάρτε σάν παράδειγμα τήν ἀνέκφραστη
σοφία μέ τήν ὁποία ἀναφέρουν τή γέννηση τοῦ Κυρίου μας οἱ δυό
εὐαγγελιστές, ὁ Ματθαῖος κι ὁ Λουκᾶς. Αὐτό πού συναντᾶμε καί στούς
τέσσερις εὐαγγελιστές εἶναι ἀξιοθαύμαστο σύνολο, ὅμως συμπληρώνουν ὁ
ἕνας τόν ἄλλο, ὅπως τ᾿ ἀστέρια κι οἱ ἐποχές ἀλληλοσυμπληρώνονται μεταξύ
τους.
http://hristospanagia3.blogspot.gr/