Εφ. 4,17 Τοῦτο οὖν
λέγω καὶ μαρτύρομαι ἐν Κυρίῳ, μηκέτι ὑμᾶς
περιπατεῖν καθὼς καὶ τὰ λοιπὰ ἔθνη περιπατεῖ
ἐν ματαιότητι τοῦ νοὸς αὐτῶν,
Εφ. 4,17 Αυτό, λοιπόν, τονίζω και λέγω και διαμαρτύρομαι
ενώπιον του Κυρίου, να μη πορεύεσθε και συμπεριφέρεσθε πλέον σεις, όπως ζουν
και συμπεριφέρονται οι άλλοι εθνικοί, οι οποίοι πορεύονται σύμφωνα με τας
ψευδείς και επιβλαβείς επινοήσστου νου των.
Εφ. 4,18 ἐσκοτισμένοι τῇ
διανοίᾳ, ὄντες ἀπηλλοτριωμένοι τῆς ζωῆς τοῦ
Θεοῦ διὰ τὴν ἄγνοιαν τὴν οὖσαν ἐν αὐτοῖς
διὰ τὴν πώρωσιν τῆς καρδίας αὐτῶν,
Εφ. 4,18 Αυτοί είναι σκοτισμένοι κατά την διάνοιαν,
αποξενωμένοι από την ζωήν του Θεού εξ αιτίας της αγνοίας, που επικρατεί μεταξύ
των, και της πωρώσεως και σκληρύνσεως των καρδιών των.
Εφ. 4,19 οἵτινες, ἀπηλγηκότες,
ἑαυτοὺς παρέδωκαν τῇ ἀσελγείᾳ εἰς ἐργασίαν
ἀκαθαρσίας πάσης ἐν πλεονεξίᾳ.
Εφ. 4,19 Εχουν δε καταντήσει εις ηθικήν αναλγησίαν, ώστε
ούτε τύψεις να δοκιμάζουν ούτε την χάριν του Θεού να αισθάνωνται. Και παρέδωκαν
τους ευατούς των εις την αχαλίνωτον και ρυπαράν φιληδονίαν, δια να διαπράττουν
κάθε ακαθαρσίαν, χωρίς ποτέ να χορταίνουν.
Εφ. 4,20 ὑμεῖς δὲ
οὐχ οὕτως ἐμάθετε τὸν Χριστόν,
Εφ. 4,20 Σεις όμως δεν έχετε διδαχθή και μάθει κατ' αυτόν
τον τρόπον τον Χριστόν (δεν έχετε δηλαδή διδαχθή, ότι αυτά τα επιτρέπει ο
Χριστός, αλλ' όλως τουναντίον τα αποδοκιμάζει και τα καταδικάζει).
Εφ. 4,21 εἴγε αὐτὸν
ἠκούσατε καὶ ἐν αὐτῷ ἐδιδάχθητε, καθώς ἐστιν
ἀλήθεια ἐν τῷ Ἰησοῦ,
Εφ. 4,21 Εάν-όπως πιστεύω-έχετε διδαχθή το ορθόν περί
αυτού κήρυγμα, το οποίον είναι αυτή αύτη η αλήθεια, που υπάρχει στον Ιησούν·
Εφ. 4,22 ἀποθέσθαι ὑμᾶς
κατὰ τὴν προτέραν ἀναστροφὴν τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον
τὸν φθειρόμενον κατὰ τὰς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης,
Εφ. 4,22 και έχετε πράγματι διδαχθή να αποβάλετε και
πετάξετε από επάνω σας τον παλαιόν άνθρωπον της αμαρτίας όπως αυτός είχε
υπάρξει και εκδηλωθή εις την προηγουμένην ειδωλολατρικήν ζωήν και συμπεριφοράν
σας. Αυτός ο παλαιός άνθρωπος, εξ αιτίας των αμαρτιών και των παθών του,
φθείρεται συνεχώς και προχωρεί στον όλεθρον από τας επιθυμίας, που ανάπτει η
απατηλή αμαρτία.
Εφ. 4,23 ἀνανεοῦσθαι
δὲ τῷ πνεύματι τοῦ νοὸς ὑμῶν
Εφ. 4,23 Εχετε ακόμη διδαχθή να ανανεώνεσθε συνεχώς με τα
υγιή πνευματικά φρονήματα του νου σας
Εφ. 4,24 καὶ ἐνδύσασθαι
τὸν καινὸν ἄνθρωπον τὸν κατὰ Θεὸν κτισθέντα
ἐν δικαιοσύνῃ καὶ ὁσιότητι τῆς ἀληθείας.
Εφ. 4,24 και να ενδυθήτε τον νέον άνθρωπον, ο οποίος
ανεδημιουργήθη και αναγεννήθη σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, δια να ζήτε με
δικαιοσύνην και οσιότητα, με αρετάς, τας οποίας εμπνέει η αλήθεια του
Ευαγγελίου.
Εφ. 4,25 Διὸ ἀποθέμενοι
τὸ ψεῦδος λαλεῖτε ἀλήθειαν ἕκαστος μετὰ τοῦ
πλησίον αὐτοῦ· ὅτι ἐσμὲν ἀλλήλων μέλη.
Εφ. 4,25 Δι' αυτό, αφού πετάξετε από επάνω σας, οριστικώς
και αμετακλήτως, το ψέμα, να λαλήτε ο καθένας με τον πλησίον του αλήθειαν,
διότι συγκροτούμεν όλοι ένα σώμα και είμεθα μέλη ο ένας του άλλου (πως δε είναι
δυνατόν τα μέλη του αυτού σώματος να εξαπατούν και να επιβουλεύωνται το ένα το
άλλο;).
Λουκ.
9,12 Ἡ δὲ ἡμέρα ἤρξατο
κλίνειν· προσελθόντες δὲ οἱ δώδεκα εἶπον αὐτῷ·
ἀπόλυσον τὸν ὄχλον, ἵνα πορευθέντες εἰς τὰς
κύκλῳ κώμας καὶ τοὺς ἀγροὺς καταλύσωσι καὶ
εὕρωσιν ἐπισιτισμόν, ὅτι ὧδε ἐν ἐρήμῳ
τόπῳ ἐσμέν.
Λουκ. 9,12 Αλλ' η ημέρα ήρχισε να κλίνη προς την δύσιν. Τον
επλησίασαν τότε οι δώδεκα και του είπαν· διάλυσε τα πλήθη του λαού, δια να πάνε
εις τα γύρω χωριά και τις αγροτικές κατοικίες να καταλύσουν και να εύρουν
τροφάς, δια να φάγουν, διότι εδώ ευρισκόμεθα εις έρημον τόπον”.
Λουκ.
9,13 εἶπε δὲ πρὸς
αὐτούς· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν. οἱ
δὲ εἶπον· οὐκ εἰσὶν ἡμῖν πλεῖον
ἢ πέντε ἄρτοι καὶ ἰχθύες δύο, εἰ μήτι πορευθέντες
ἡμεῖς ἀγοράσωμεν εἰς πάντα τὸν λαὸν τοῦτον
βρώματα·
Λουκ. 9,13 Είπε δε προς αυτούς ο Ιησούς· “δώστε τους σεις να
φάγουν”. Αυτοί δε είπαν· “δεν μας βρίσκονται παρά πάνω από πέντε ψωμιά και δύο
ψάρια, εκτός εάν πάμε ημείς και κυττάξωμεν να αγοράσωμε δι' όλον αυτόν τον λαόν
τροφάς”.
Λουκ.
9,14 ἦσαν γὰρ ὡσεὶ
ἄνδρες πεντακισχίλιοι. εἶπε δὲ πρὸς τοὺς μαθητὰς
αὐτοῦ· κατακλίνατε αὐτοὺς κλισίας ἀνὰ
πεντήκοντα.
Λουκ. 9,14 Διότι οι άνδρες μόνον ήσαν περίπου πέντε χιλιάδες.
Είπε δε προς τους μαθητάς του ο Κυριος· “βάλτε τους να καθίσουν καθ' ομάδας από
πενήντα, πενήντα”.
Λουκ.
9,15 καὶ ἐποίησαν οὕτω
καὶ ἀνέκλιναν ἅπαντας.
Λουκ. 9,15 Και έκαμαν έτσι οι μαθηταί και έβαλαν όλους να
καθίσουν.
Λουκ.
9,16 λαβὼν δὲ τοὺς
πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς
τὸν οὐρανὸν εὐλόγησεν αὐτοὺς καὶ
κατέκλασε, καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς παραθεῖναι τῷ
ὄχλῳ.
Λουκ. 9,16 Επήρε τότε ο Ιησούς τους πέντε άρτους και τα δύο
ψάρια, ύψωσε τα μάτια στον ουρανόν, δια να ευχαριστήση τον Πατέρα, και ευλόγησε
τους άρτους. Επειτα τους έκοψε κομμάτια και έδιδε συνεχώς στους μαθητάς, δια να
παραθέσουν στον λαόν να φάγη.
Λουκ.
9,17 καὶ ἔφαγον καὶ
ἐχορτάσθησαν πάντες, καὶ ἤρθη τὸ περισσεῦσαν αὐτοῖς
κλασμάτων κόφινοι δώδεκα.
Λουκ. 9,17 Και έφαγαν και εχόρτασαν όλοι και εσήκωσαν έπειτα,
από ο,τι τους είχε περισσεύσει, δώδεκα κοφίνια γεμάτα.
Λουκ.
9,18 Καὶ ἐγένετο ἐν
τῷ εἶναι αὐτὸν προσευχόμενον καταμόνας, συνῆσαν αὐτῷ
οἱ μαθηταί, καὶ ἐπηρώτησεν αὐτοὺς λέγων·
τίνα με λέγουσιν οἱ ὄχλοι εἶναι;
Λουκ. 9,18 Και ενώ προσηύχετο απομονωμένος από το πλήθος, ήσαν
μαζή του οι μαθηταί και τους ηρώτησε, λέγων· “ποίος λένε τα πλήθη ότι είμαι;”
http://hristospanagia3.blogspot.gr/