Ὑπόθεση
ΚΣΤ΄(26)
«ΛΟΓΟΙ
ΚΑΙ
ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΕΣ
ΑΓΙΩΝ
ΠΑΤΕΡΩΝ»
Τοῦ
Ἁγίου Μαξίμου
Ὅταν
νικήσεις κάποιο ἀπό τά πιό ἀτιμωτικά
πάθη, τή γαστριμαργία, ἄς ποῦμε, ἤ τήν
πορνεία ἤ τήν ὀργή ἤ τήν πλεονεξία,
ἀμέσως σοῦ ἔρχεται ὁ λογισμός τῆς
κενοδοξίας. Ἄν καί αὐτόν τόν νικήσεις,
τόν διαδέχεται ὁ λογισμός τῆς
ὑπερηφάνειας.
Ὅλα
τά ἀτιμωτικά πάθη τῆς ψυχῆς διώχνουν
τόν λογισμό τῆς κενοδοξίας. Ὅταν ὅμως
ὅλα αὐτά πού εἴπαμε νικηθοῦν, τόν
ξαναφέρνουν στήν ψυχή.
Ὅταν
δεῖς τόν Ἡρώδη καί τόν Πιλάτο νά
συμφιλιώνονται γιά νά θανατώσουν τόν
Χριστό1,
ἐσύ νά σκεφτεῖς τή συνεργασία καί
συμφωνία τοῦ δαίμονα τῆς πορνείας καί
τοῦ δαίμονα τῆς κενοδοξίας, προκειμένου
νά θανατώσουν τόν λόγο τῆς ἀρετῆς καί
τήν πνευματική γνώση. Ὁ δαίμονας δηλαδή
τῆς κενοδοξίας, καθώς ὑποκρίνεται πώς
ἔχει πνευματική γνώση, παραπέμπει στόν
δαίμονα τῆς πορνείας· ἐκεῖνος πάλι
κάνει πώς ὑποχωρεῖ καί μέ προσποιητή
καθαρότητα στέλνει πίσω στόν δαίμονα
τῆς κενοδοξίας. Γι᾿ αὐτό λέει ἡ Γραφή:
«Ὁ Ἡρώδης, ἀφοῦ ἔντυσε τόν Ἰησοῦ
μέ μεγαλόπρεπη στολή, τόν ἔστειλε πίσω
στόν Πιλάτο»2.
Τήν
κενοδοξία τή θανατώνει ἡ κρυφή ἐργασία,
ἐνῶ τήν ὑπερηφάνεια τό νά ἀποδίδει
κανείς τά κατορθώματά του τόν Θεό.
Ἐκεῖνος
πού καλλιεργεῖ τίς ἀρετές γιά τήν
κενοδοξία, εἶναι φανερό ὅτι καί τήν
πνευματική γνώση γιά τήν κενοδοξία τήν
καλλιεργεῖ. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος
τίποτα δέν κάνει καί τίποτε δέν λέει
γιά τήν ὠφέλεια τῶν ἄλλων, ἀλλά σέ ὅλα
κυνηγᾶ τή δόξα ἀπό αὐτούς πού τόν
βλέπουν ἤ τόν ἀκοῦν. Τό πάθος του ὡστόσο
φανερώνεται, ὅταν μερικοί ἀπό αὐτούς
πού εἴπαμε κατηγορήσουν σέ κάτι τά ἔργα
ἤ τά λόγια του. Αὐτό τόν κάνει νά λυπηθεῖ
πάρα πολύ, ὄχι ἐπειδή ἐκεῖνοι δέν
ὠφελήθηκαν –ἄλλωστε δέν εἶχε τέτοιον
σκπό–, ἀλλά ἐπειδή ὁ ἴδιος ντροπιάστηκε.
Ἡ
κενοδοξία καί ἡ φιλαργυρία γεννοῦν ἡ
μία τήν ἄλλη· γιατί ἐκεῖνοι πού εἶναι
κενόδοξοι φροντίζουν νά πλουτίσουν,
καί ἐκεῖνοι πού εἶναι πλούσιοι εἶναι
κενόδοξοι. Αὐτό βέβαια ἰσχύει γιά τούς
κοσμικούς· γιατί ὁ μοναχός γίνεται
περισσότερο κενόδοξος ὅταν εἶναι
ἀκτήμων, ἐνῶ ὅταν ἔχει χρήματα τά
κρύβει, ἐπειδή ντρέπεται νά ἔχει κάτι
πού δέν ταιριάζει στό μοναχικό σχῆμα.
Τό
ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό τῆς κενοδοξίας
τοῦ μοναχοῦ εἶναι νά καμαρώνει γιά
τήν ἀρετή καί ὅσα τή συνοδεύουν· τῆς
ὑπερηφάνειάς του χαρακτηριστικό εἶναι
νά ὑπερηφανεύεται γιά τά κατορθώματά
του, νά περιφρονεῖ τούς ἄλλους καί νά
τά ἀποδίδει στόν ἑαυτό του καί ὄχι
στόν Θεό. Τό χαρακτηριστικό τῆς κενοδοξίας
καί τίς ὑπερηφάνειας τοῦ κοσμικοῦ
εἶναι νά ὑπερηφανεύεται καί νά καμαρώνει
γιά τήν ὀμορφιά, τόν πλοῦτο, τήν ἐξουσία
ἤ τήν ἐξυπνάδα του.
Χρειάζεται
μεγάλος ἀγώνας γιά νά ἀπαλλαγεῖ κανείς
ἀπό τήν κενοδοξία. Καί ἀπαλλάσσεται
μέ τήν κρυφή ἐργασία τῶν ἀρετῶν3
καί μέ τή συνεχή προσευχή. Τό σημάδι τῆς
ἀπαλλαγῆς εἶναι νά μή νιώθει πλέον
μνησικακία γιά ἐκεῖνον πού τόν κακολόγησε
ἤ τόν κακολογεῖ.
Τέλος
καί
τῇ
Τρισηλίῳ
Θεότητι
κράτος,
αἶνος
καί
δόξα
εἰς
τούς
αἰῶνας
τῶν
αἰώνων.
Ἀμήν.
1Λουκ.
Κγ΄: 12.
2Λουκ.
Κγ΄ : 11.
3Στό
κείμενο: τῶν ἔργων. Διόρθωση: τῶν
ἀρετῶν (Περί ἀγάπης Δ΄, μγ΄,
Φιλοκαλία Β΄, σ.45.