Ρουμανία Φυλακές Πιτέστι – 1949
Πεινασμένοι, παγωμένοι, ρακένδυτοι, περίτρομοι οι κρατούμενοι από το
Πιτέστι μοιάζαμε με κάποια φαντάσματα. Τελείως απομονωμένοι από τον
κόσμο, συνωστισμένοι σε μικρά κρατητήρια.
Όταν όλοι κοιμήθηκαν, εγώ παρέμεινα άγρυπνος στην άκρη του κρεβατιού, με
τα βλέφαρα κλειστά, με σηκωμένο το κεφάλι, προσευχόμενος με τους
παλμούς της καρδιάς μου.
Προσπαθούσα να ανακαλύψω τον Ιησού και Τον καλούσα με τη νοερά προσευχή.
Είχα ξεχάσει την πείνα, την παγωνιά, την τρομάρα. Ο χρόνος
διαστελλόταν, γινόταν αργός, αμέτρητος και ήρεμος.
Η ψυχή μου δραπέτευε από τη φυλακή. Προσπαθούσα να εγκαταλείψω όλα και
να παραμένω μόνο με τον Θεό. Πλημμύρισα από βαθειά χαρά και οι ουρανοί
ανοίγονταν θαυμάσια.