Β Κορ. 5,10 τοὺς γὰρ
πάντας ἡμᾶς φανερωθῆναι δεῖ ἔμπροσθεν τοῦ
βήματος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα κομίσηται ἕκαστος τὰ διὰ
τοῦ σώματος πρὸς ἃ ἔπραξεν, εἴτε ἀγαθὸν
εἴτε κακόν.
Β Κορ. 5,10 Διότι όλοι μας θα παρουσιασθώμεν οπωσδήποτε μπροστά
στο βήμα του Χριστού, ολοφάνεροι και ξέσκεποι, δια να αποκομίση και απολαύση ο
καθένας, ανάλογα με όσα δια του σώματος έπραξε, είτε αγαθά είτε κακά.
Β Κορ. 5,11 Εἰδότες οὖν τὸν
φόβον τοῦ Κυρίου ἀνθρώπους πείθομεν, Θεῷ δὲ
πεφανερώμεθα, ἐλπίζω δὲ καὶ ἐν ταῖς συνειδήσεσιν ὑμῶν
πεφανερῶσθαι.
Β Κορ. 5,11 Επειδή ακριβώς γνωρίζομεν τον φόβον του Κυρίου, που θα
καθίση ως κριτής κατά την δευτέραν παρουσίαν στο ένδοξον εκείνο βήμα, ζητούμεν
με κάθε ειλικρίνειαν να πείσωμεν τους ανθρώπους δια τας διαθέσεις μας και το
έργον μας. Ως προς δε τον Θεόν είμεθα ολοφάνεροι εις αυτόν. Ελπίζω δε ότι και
εις τας ιδικάς σας συνειδήσεις έχομεν φανερωθή, οποίοι είμεθα.
Β Κορ. 5,12 οὐ γὰρ πάλιν ἑαυτοὺς
συνιστάνομεν ὑμῖν, ἀλλὰ ἀφορμὴν διδόντες ὑμῖν
καυχήματος ὑπὲρ ἡμῶν, ἵνα ἔχητε πρὸς
τοὺς ἐν προσώπῳ καυχωμένους καὶ οὐ καρδίᾳ.
Β Κορ. 5,12 Διότι δεν συσταίνομεν πάλιν τους εαυτούς μας εις σας,
αλλά σας δίδομεν αφορμήν να καυχάσθε δι' ημάς, ώστε να έχετε τι να απαντάτε και
τι να λέγετε εις εκείνους που καυχώνται και ζητούν δόξαν από εξωτερικά
πλεονεκτήματα και όχι από τας εσωτερικάς αρετάς της καρδίας.
Β Κορ. 5,13 εἴτε γὰρ ἐξέστημεν,
Θεῷ, εἴτε σωφρονοῦμεν, ὑμῖν.
Β Κορ. 5,13 Είτε όμως ένεκα του ενθουσιασμού μας εβγήκαμε από τον
ευατόν μας και παραλογιζόμεθα με το να αυτοεπαινούμεθα, δια την δόξαν του Θεού
εφθάσαμεν στο σημείον αυτό· είτε είμεθα σώφρονες και συνετοί και περικρύπτομεν
τας δωρεάς που μας έχει δώσει ο Θεός, το πράττομεν δια την ιδικήν σας ωφέλειαν.
Β Κορ. 5,14 ἡ γὰρ ἀγάπη
τοῦ Χριστοῦ συνέχει ἡμᾶς,
Β Κορ. 5,14 Διότι η άδολος και αγνή αγάπη του Χριστού μας κρατεί
όλους, ημάς και σας, σφικτά ενωμένους.
Β Κορ. 5,15 κρίναντας τοῦτο, ὅτι
εἰ εἷς ὑπὲρ πάντων ἀπέθανεν, ἄρα οἱ
πάντες ἀπέθανον· καὶ ὑπὲρ πάντων ἀπέθανεν, ἵνα
οἱ ζῶντες μηκέτι ἑαυτοῖς ζῶσιν, ἀλλὰ
τῷ ὑπὲρ αὐτῶν ἀποθανόντι καὶ ἐγερθέντι.
Β Κορ. 5,15 Εσχηματίσαμεν δε ακλόνητον το φρόνημα και την
πεποίθησιν, ότι εάν ένας, ο Χριστός, απέθανεν υπέρ όλων και ως αντιπρόσωπος
όλων, άρα όλοι απέθανον και απέθανεν υπέρ όλων ίνα, όσοι ζουν και ευρίσκονται
ακόμη εις την παρούσαν ζωήν, μη ζουν πλέον δια τον εαυτόν των, αλλά δι'
εκείνον, ο οποίος εθυσιάσθη επί του σταυρού και ανεστήθη προς χάριν αυτών.
Μαρκ. 1,9 Καὶ ἐγένετο ἐν
ἐκείναις ταῖς ἡμέραις ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ
Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας καὶ ἐβαπτίσθη ὑπὸ Ἰωάννου
εἰς τὸν Ἰορδάνην.
Μαρκ. 1,9 Και κατά τας ημέρας εκείνας ήλθε ο Ιησούς από την
Ναζαρέτ της Γαλιλαίας και εβαπτίσθη από τον Ιωάννην στον Ιορδάνην.
Μαρκ. 1,10 καὶ εὐθέως ἀναβαίνων
ἀπὸ τοῦ ὕδατος εἶδε σχιζομένους τοὺς οὐρανοὺς
καὶ τὸ Πνεῦμα ὡς περιστερὰν καταβαῖνον ἐπ᾿
αὐτόν·
Μαρκ. 1,10 Και αμέσως όταν εβγήκε από το νερό, είδε να σχίζωνται
οι ουρανοί και το Πνεύμα του Θεού, ωσάν περιστερά, να κατεβαίνη εις αυτόν.
Μαρκ. 1,11 καὶ φωνὴ ἐγένετο
ἐκ τῶν οὐρανῶν· σὺ εἶ ὁ υἱός
μου ὁ ἀγαπητός, ἐν σοὶ ηὐδόκησα.
Μαρκ. 1,11 Και ήλθε φωνή από τον ουρανούς, που έλεγε· “συ είσαι
ο Υιός μου ο αγαπητός, στον οποίον εγώ έχω τελείως ευαρεστηθή”.
Μαρκ. 1,12 Καὶ εὐθέως τὸ
Πνεῦμα αὐτὸν ἐκβάλλει εἰς τὴν ἔρημον·
Μαρκ. 1,12 Και αμέσως το Πνεύμα το Αγιον ωδήγησεν αυτόν εις την έρημον.
Μαρκ. 1,13 καὶ ἦν ἐκεῖ
ἐν τῇ ἐρήμῳ ἡμέρας τεσσαράκοντα πειραζόμενος ὑπὸ
τοῦ σατανᾶ, καὶ ἦν μετὰ τῶν θηρίων, καὶ
οἱ ἄγγελοι διηκόνουν αὐτῷ.
Μαρκ. 1,13 Και έμεινεν εκεί εις την έρημον
σαράντα ημέρας πειραζόμενος από τον Σατανάν, χωρίς ούτε ελάχιστον να υποχωρήση
στους πειρασμούς· και ήτο εκεί μαζή με τα θηρία της ερήμου, οι δε άγγελοι του
Θεού τον υπηρετούσαν.
Μαρκ. 1,14 Μετὰ δὲ τὸ
παραδοθῆναι Ἰωάννην ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς
τὴν Γαλιλαίαν κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας τοῦ
Θεοῦ
Μαρκ. 1,14 Οταν δε ο Ιωάννης συνελήφθη κατά διαταγήν του Ηρώδου
Αντίπα και παρεδόθη εις την φυλακήν, ήλθεν ο Ιησούς εις την Γαλιλαίαν και
εκήρυττε το χαρμόσυνον μήνυμα της βασιλείας του Θεού.
Μαρκ. 1,15 καὶ λέγων ὅτι
πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ
Θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ.
Μαρκ. 1,15 Και έλεγεν ότι, “συνεπληρώθη ο ωρισμένος χρόνος και η
βασιλεία του Θεού, που θα ιδρυθή από τον Μεσσίαν, έχει πλησιάσει. Μετανοείτε,
λοιπόν, και πιστεύετε στο ευαγγέλιον, το οποίον εγώ σας κηρύττω”.