Ὁ Ἅγιος Νικήτας ὁ Γότθος
Ἦταν ἀπὸ τὸ ἔθνος τῶν Γότθων, ποὺ εἶχαν ἐγκατασταθεῖ πέραν τοῦ Ἴστρου ποταμοῦ, στὰ χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου. Ἀπὸ παιδὶ ὁ Νικήτας διδάχθηκε τὴν ἁγία πίστη ἀπὸ τὸ Γότθο ἐπίσκοπο Θεόφιλο, ὁ ὁποῖος συχνὰ ὑπενθύμιζε στὸ Νικήτα τὰ λόγια του Ἀπ. Παύλου: ‘Μένε ἐν οἲς ἔμαθες... ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα οἶδας, τὰ δυνάμενα σὲ σοφίσαι εἰς σωτηρίαν διὰ πίστεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ».
Δηλαδή, μένε ἀκλόνητος σ’ ἐκεῖνα ποὺ ἔμαθες. Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ γνωρίζεις τὶς Ἅγιες Γραφές, ποὺ μποροῦν νὰ σοῦ μεταδώσουν τὴν ἀληθινὴ σοφία, ποὺ ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία διὰ μέσου τῆς πίστεως στὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Καὶ ἔτσι ἔγινε.
Ὅταν ὁ ἡγεμόνας Ἀθανάριχος συνέλαβε τὸ Νικήτα καὶ τὸν ἀπείλησε γιὰ νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, αὐτὸς ἔμεινε ἀμετακίνητος σ’ αὐτὰ ποὺ ἔμαθε ἀπὸ παιδί. Ὁμολόγησε μὲ θάρρος τὸν Χριστὸ μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος ὅταν τὸν ἄκουσε ἐξαγριώθηκε πολύ. Διέταξε ἀμέσως καὶ τοῦ ἔσπασαν τὰ κόκαλα μὲ τὸν πιὸ φρικτὸ τρόπο.